Οι μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες (ΜΔ) εκδηλώνουν μεγάλο εύρος δυσκολιών σε επιμέρους τομείς του γραπτού λόγου, οι οποίες οφείλονται σε ποικίλους παράγοντες. Αναφορικά με τον τομέα της ανάγνωσης, οι φτωχές δεξιότητες αποκωδικοποίησης και αναγνώρισης λέξεων, το περιορισμένο λεξιλόγιο, οι περιορισμένες αντιλήψεις σχετικά με τη δομή του κειμένου, οι αναποτελεσματικές στρατηγικές προσέγγισης οδηγούν σε ελλειπή κατανόηση κειμένου και κατ’ επέκταση στην αδυναμία κατάκτησης της αναγνωστικής δεξιότητας. Σήμερα, μεγάλος αριθμός ερευνών επιβεβαιώνει τη σημασία της ακεραιότητας του φωνολογικού συστήματος και της σωστής λειτουργίας της επεξεργασίας αυτών των πληροφοριών, που είναι αποθηκευμένες με ένα καλά κατηγοριοποιημένο τρόπο και βοηθούν στην καλή αποκωδικοποίηση των γραπτών λέξεων. Εξίσου, επιβεβαιώνεται ότι με την ικανότητα ανάγνωσης και την κατανόηση των κειμένων συνδέεται άρρηκτα η Εργαζόμενη Μνήμη, καθώς όποια και αν είναι η κατάσταση της αποκωδικοποίησης, η Εργαζόμενη Μνήμη επιτρέπει τη διατήρηση πληροφοριών, ώστε να χρησιμοποιηθούν όταν και εφόσον παρουσιαστεί κάποιο πρόβλημα κατά την κατανόηση. Κύριο σκοπό της παρούσας έρευνας αποτέλεσε η μελέτη και ανάδειξη συσχέτισης της Φωνολογικής Ενημερότητας και της Εργαζόμενης Μνήμης με την αναγνωστική ικανότητα μαθητών πρώτης σχολικής ηλικίας με Μαθησιακές Δυσκολίες σε δίγλωσσο εκπαιδευτικό περιβάλλον. Επιπρόσθετα, κύριο ζητούμενο αποτέλεσε η εξαγωγή ορθών αποτελεσμάτων και κατάλληλων συμπερασμάτων, τα οποία σε ακολουθία ανάλογων ευρημάτων της διεθνούς βιβλιογραφίας θα συμβάλουν ώστε να τεθούν προβληματισμοί για περαιτέρω έρευνα των παραγόντων που επηρεάζουν το επίπεδο αναγνωστικής ικανότητας των μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες. Για την συλλογή των δεδομένων κατάλληλα σταθμισμένα ψυχομετρικά εργαλεία χορηγήθηκαν σε ένα ικανοποιητικό δείγμα μαθητών πρώτης σχολικής ηλικίας και γονέων και εκπαιδευτικών, σε σχολεία της Κύπρου.Τα αποτελέσματα της επεξεργασίας των δεδομένων ανέδειξαν στατιστικά σημαντική συσχέτιση μεταξύ της φωνολογικής ενημερότητας και της εργαζόμενης μνήμης σε Κύπριους μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες. Αξιολογώντας τα ευρήματα της παρούσας έρευνας, κρίνεται σημαντική η συμβολή τους αφενός στην κατανόηση των σύνθετων αλληλεπιδράσεων των παραπάνω παραγόντων στην εκδήλωση των μαθησιακών δυσκολιών και αφετέρου, στην εφαρμογή κατάλληλων μορφών παρέμβασης στην εκπαιδευτική πράξη.