Οι ναυτικές δραστηριότητες χαρακτηρίζονται από κινδύνους που μπορούν να απειλήσουν την ασφαλή διεξαγωγή τους. Η διακινδύνευση που προκύπτει από αυτούς τους κινδύνους μπορεί να συσχετίζεται με πολλούς παράγοντες όπως την ανάγκη διεξαγωγής των επιχειρήσεων στο δυναμικό και επικίνδυνο θαλάσσιο περιβάλλον, την αναπόφευκτη πιθανότητα ανθρώπινου σφάλματος αλλά και την πιθανή αστοχία των μέσων διεξαγωγής της επιχείρησης εννοώντας τα πλοία και τον εξοπλισμό. Το ρίσκο είναι δυνατό να απειλήσει την επιτυχή διεξαγωγή της επιχείρησης προκαλώντας ατυχήματα με δυσμενείς συνέπειες στον άνθρωπο, το θαλάσσιο περιβάλλον αλλά και την περιουσία. Οι δυσμενείς επιπτώσεις από ένα πιθανό ατύχημα, έχουν ωθήσει τα ενδιαφερόμενα μέρη να δίνουν έμφαση σε θέματα ασφάλειας στις ναυτικές δραστηριότητες. Υποθέτοντας ότι μη αποδεκτή διακινδύνευση είναι εκείνη που ξεφεύγει από τα όρια της αποδεκτής οικονομοτεχνικά διακινδύνευσης, επάγεται ότι η ασφάλεια μπορεί να επιτευχθεί μειώνοντας τη διακινδύνευση σε αποδεκτά επίπεδα. Για τη μελέτη της ασφάλειας, είναι απαραίτητο να συνδέσουμε την ασφάλεια με τη διακινδύνευση. Κατά μία έννοια μάλιστα, ασφάλεια και διακινδύνευση θεωρούνται συμπληρωματικοί όροι. Για την μελέτη της ασφάλειας και της διακινδύνευσης χρησιμοποιείται συχνά η γνώμη των ειδικών. Ορίζοντας τη διακινδύνευση ως την αρνητική επίδραση της αβεβαιότητας στον αντικειμενικό σκοπό της επιτυχούς διεξαγωγής της δραστηριότητας, προκύπτουν δύο θεμελιώδεις παρατηρήσεις: (1) η συσχέτιση της διακινδύνευσης με τη πιθανότητα εμφάνισης, τις επιπτώσεις και την ικανότητα εντοπισμού της, και (2) η σύνδεση της διακινδύνευσης με την αβεβαιότητα. Αν και η αβεβαιότητα είναι έμφυτη στην αξιολόγηση της διακινδύνευσης παρ’όλ’αυτά η μελέτη της αβεβαιότητας σπάνια συζητείται ή αναλύεται επαρκώς: για την μελέτη απαιτείται εκτέλεση ανάλυσης αβεβαιότητας. Εντούτοις, η πλειονότητα των αναλύσεων αβεβαιότητας εστιάζουν στη διαχείριση της μεταβλητότητας των παραμέτρων εφαρμόζοντας διάφορες αναλύσεις ευαισθησίας. Είναι προφανές ότι υπάρχει ένα μεγάλο κενό στην διαχείριση της αβεβαιότητας που προέρχεται από την γνώμη των ειδικών όταν αξιολογούν θέματα ασφάλειας. Σκοπός της διατριβής είναι η ανάπτυξη ενός συστηματικού μεθοδολογικού πλαισίου ικανού να διαχειριστεί την αβεβαιότητα που προέρχεται από την διαφορετικότητα στις κρίσεις των ειδικών κατά την αξιολόγηση της διακινδύνευσης στις ναυτικές δραστηριότητες. Για να επιτευχθεί ο στόχος, εφαρμόζονται διάφορες συνέργειες μεταξύ παραδοσιακών μεθόδων αναγνώρισης ή/και αποτίμησης διακινδύνευσης (π.χ. PFMEA) με εξελιγμένες (π.χ. FIS, ΑNFIS, STOCHASTIC UTA) μεθοδολογίες. Οι συνέργειες αυτές έχουν διπλή αντικειμενική στόχευση: Από τη μία πλευρά, να καθορίσουν τους κινδύνους και να ορίζουν τη διακινδύνευση που προκύπτει από αυτούς τους κινδύνους, μειώνοντας παράλληλα, την αβεβαιότητα που προέρχεται από την υποκειμενικότητα της γνώμης των ειδικών όταν αξιολογούν θέματα ασφάλειας. Η αποτελεσματικότητά του προτεινόμενου μεθοδολογικού πλαισίου ελέγχεται με την εφαρμογή στη διαδικασία μεταφόρτωσης φορτίου από πλοίο σε πλοίο στη θάλασσα, η οποία αποτελεί μια ιδιαίτερα σύνθετη και απαιτητική διαδικασία. Η παρούσα διατριβή καταλήγει με χρήσιμα συμπεράσματα στα παραπάνω θέματα.