Πλαίσιο: Επιδημιολογικές έρευνες δείχνουν αυξήσεις στον επιπολασμό της μη-συνταγογραφημένης χρήσης ψυχοδραστικών φαρμάκων στους εφήβους. Σκοπός της διατριβής: Ο έλεγχος της εγκυρότητας της μέτρησης της μη-συνταγογραφημένης χρήσης ηρεμιστικών, υπνωτικών και οπιοειδών παυσίπονων σε επιδημιολογικές έρευνες που υλοποιούνται στον μαθητικό πληθυσμό. Μέθοδος: Έγινε συνδυαστική χρήση ποσοτικής (επιδημιολογική έρευνα με τη χορήγηση ερωτηματολογίων σε 890 μαθητές Λυκείου) και ποιοτικής μεθοδολογίας (ημιδομημένες συζητήσεις). Ελέγχθηκαν: η κατανόηση των ερωτήσεων, η αξιοπιστία των απαντήσεων και η επιβεβαίωση ή μη εμπειρικών υποθέσεων. Εφαρμόστηκαν επαγωγικά στατιστικά μέτρα για τα ποσοτικά δεδομένα (έλεγχος χ2 και McNemar, μονο- και πολυμεταβλητές αναλύσεις λογαριθμιστικής παλινδρόμησης, έλεγχοι συνάφειας Cohen’s κ, Cramer’s V και συσχέτισης Spearman rho) και η τεχνική της ανάλυσης γνωστικών πλαισίων για τα ποιοτικά δεδομένα. Κύρια ευρήματα: Η μέτρηση της μη-συνταγογραφημένης χρήσης ηρεμιστικών και υπνωτικών ήταν ικανοποιητική σε όλους τους δείκτες εγκυρότητας (κατανόησης, αξιοπιστίας, εμπειρικής εγκυρότητας), ενώ η μέτρηση της χρήσης οπιοειδών παυσίπονων εμφάνισε αδυναμίες στην κατανόηση της έννοιας «ισχυρό» οπιοειδές παυσίπονο, προκαλώντας μεροληψία στη μέτρηση. Το νόημα που αποδίδεται από τους εφήβους στην έννοια της μη-συνταγογραφημένης χρήσης ψυχοδραστικών φαρμάκων εντάσσεται περισσότερο στο πλαίσιο της «αυτοθεραπείας» και λιγότερο στο πλαίσιο της αναζήτησης αισθητηριακών ερεθισμάτων («ψυχαγωγική» χρήση). Διατυπώνονται προτάσεις για τη βελτίωση της μέτρησης, με έμφαση στη μέτρηση της χρήσης οπιοειδών παυσίπονων.