Search citation statements
Paper Sections
Citation Types
Year Published
Publication Types
Relationship
Authors
Journals
Εισαγωγή: Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 έχει λάβει επιδημικές διαστάσεις τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η καρδιαγγειακή νόσος ευθύνεται για περισσότερο από το 80% των θανάτων στα άτομα με διαβήτη τύπου 2. Παρ' όλο που τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 εμφανίζουν, σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, σε μεγαλύτερη συχνότητα τους κλασικούς παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, σε αυτούς αποδίδονται λιγότερο από το ήμισυ των θανάτων. Τα τελευταία χρόνια το ερευνητικό ενδιαφέρον έχει στραφεί σε νεότερους δείκτες καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνητότητας με ανεξάρτητη προγνωστική αξία, όπως η καρωτιδομηριαία ταχύτητα αγωγής του κύματος σφυγμού (carotid-femoral Pulse Wave Velocity, cfPWV) και η κεντρική αορτική πίεση. ΗcfPWV και η κεντρική αορτική πίεση είναι αυξημένες στα άτομα με διαβήτη σε σύγκριση με άτομα χωρίς διαβήτη και προδικάζουν αυξημένη καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνητότητα. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας συγχρονικής μελέτης ήταν η διερεύνηση πιθανών συσχετίσεων της cfPWV και της κεντρικής αορτικής πίεσης με τη δραστηριότητα του καρδιακού αυτόνομου νευρικού συστήματος σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Επιπλέον, εξετάστηκε η ύπαρξη συσχετίσεων μεταξύ της cfPWV και της κεντρικής αορτικής πίεσης με τα κλινικά χαρακτηριστικά, τη διάρκεια και τη ρύθμιση του διαβήτη, τις βιοχημικές παραμέτρους, την μυοκαρδιακή απόδοση της αριστερής κοιλίας και τις μακρο- και μικρο-αγγειοπαθητικές επιπλοκές σε αυτά τα άτομα. Ασθενείς και Μέθοδοι: Στη μελέτη έλαβαν μέρος 202 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (127 άνδρες και 75 γυναίκες, με μέση ηλικία τα 64.5±7.6 έτη και διάμεση διάρκεια διαβήτη τα 12 έτη) που επιλέχθηκαν τυχαία από το εξωτερικό διαβητολογικό ιατρείο της Α' Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής και Ειδικής Νοσολογίας του Λαϊκού Νοσοκομείου. Αποκλείστηκαν από τη μελέτη ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, συμαντικά αυτοάνοσα νοσήματα, αρρυθμίες ή με ηλικία μεγαλύτερη των 75 ετών. Ελήφθη από όλους λεπτομερές ατομικό ιστορικό, πραγματοποιήθηκε πλήρης αντικειμενική εξέταση και διενεργήθηκε βιοχημικός έλεγχος. Μετρήθηκαν και καταγράφηκαν τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, οι τιμές των λιπιδίων, της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης και της κρεατινίνης και υπολογίστηκε ο ρυθμός σπειραματικής διήθησης. Η καρωτιδομηριαία ταχύτητα του σφυγμικού κύματος (carotid-femoral pulse wave velocity, cfPWV) μετρήθηκε με τη μέθοδο της τονομετρίας με τη συσκευή Sphygmocor. Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν σε 2 ομάδες ανάλογα α) με την ύπαρξη φυσιολογικής ή παθολογικής τιμής cfPWV, βάσει των προτεινόμενων τιμών αναφοράς ανάλογα με την ηλικία και τον τρόπο μέτρησης της απόστασης από την καρωτίδα στη μηριαία αρτηρία, και β) με την ύπαρξη τιμής cfPWV μεγαλύτερης ή μικρότερης από 12 m/s. H εκτίμηση της κεντρικής αορτικής πίεσης και των άλλων κεντρικών αιμοδυναμικών παραμέτρων, δηλαδή της πίεσης ενίσχυσης (augmentation pressure, AP) και του δείκτη ενίσχυσης των ανακλώμενων κυμάτων διορθωμένου ως προς την καρδιακή συχνότητα (augmentation index, AIx@75) έγινε μέσω της ανάλυσης του σφυγμικού κύματος με τη μέθοδο της τονομετρίας με τη συσκευή Sphygmocor. Ως δείκτες δραστηριότητας του καρδιακού αυτόνομου νευρικού συστήματος χρησιμοποιήθηκαν α) η μεταβλητότητα της καρδιακής συχνότητας (Heart rate variability, HRV), η οποία εκτιμήθηκε με πεντάλεπτη καταγραφή του καρδιακού ρυθμού με τη συσκευή VariaCardio TF5, και β) η ευαισθησία των τασεοϋποδοχέων (Baroreflex sensitivity, BRS), η οποία εκτιμήθηκε με προσδιορισμό της αυτόματης ευαισθησίας των τασεοϋποδοχέων σε συνθήκες ηρεμίας με τη συσκευή Barocor System. Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε υπερηχογράφημα καρδιάς και καταγράφηκαν το κλάσμα εξώθησης, ο λόγος διαμιτροειδικής ροής Ε/Α και ο δείκτης Tei της αριστερής κοιλίας. Επίσης όλοι οι ασθενείς ρωτήθηκαν για τις καπνιστικές συνήθειες, την κατανάλωση αλκοόλ και τη σωματική τους δραστηριότητα. Το επίπεδο σωματικής δραστηριότητας εκτιμήθηκε με τη χρήση της σύντομης μορφής του διεθνούς ερωτηματολογίου σωματικής δραστηριότητας IPAQ (Short form of International Physical Activity Questionnaire). Αποτελέσματα: Η κεντρική συστολική αρτηριακή πίεση και η κεντρική πίεση παλμού ήταν σημαντικά μικρότερες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες περιφερικές πιέσεις (p<0.001). Οι τιμές της κεντρικής πίεσης παλμού, της ΑP και του AIx@75 ήταν σημαντικά μεγαλύτερες στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες (p<0.001), ενώ η cfPWV δεν διέφερε σημαντικά μεταξύ ανδρών και γυναικών (p=0.26). Mετά από διόρθωση ως προς το ύψος, οι συσχετίσεις μεταξύ του γυναικείου φύλου και των μεγαλύτερων τιμών της κεντρικής πίεσης παλμού, της ΑP και τουAIx@75, δεν διατήρησαν τη στατιστική τους σημαντικότητα (p=0.534, p=0.470 και p=0.406,αντίστοιχα).Tα αποτελέσματα της πολυπαραγοντικής ανάλυσης γραμμικής παλινδρόμησης έδειξαν ότι: α) η υψηλή περιφερική πίεση παλμού σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με την ηλικία (p<0.001), τη διάρκεια του διαβήτη (p=0.035), την μέση αρτηριακή πίεση (p<0.001), την ύπαρξη περιφερικής αρτηριοπάθειας (p=0.002), περιφερικής νευροπάθειας (p=0.041) και αμφιβληστροειδοπάθειας (p=0.003), καθώς επίσης και με τις μειωμένες λογαριθμικές τιμές δεικτών της HRV, και συγκεκριμένα της PLF (p=0.014), της PHF (p=0.042) και της TP (p=0.04). β) η υψηλή κεντρική πίεση παλμού σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με την ηλικία (p<0.001), τη διάρκεια του διαβήτη (p=0.005), τη μέση αρτηριακή πίεση (p<0.001), την ύπαρξη περιφερικής αρτηριοπάθειας (p<0.001), νεφροπάθειας (p=0.041) και αμφιβληστροειδοπάθειας (p=0.006), καθώς επίσης και με τη μειωμένη καρδιακή συχνότητα (p<0.001). γ) η αυξημένη AP σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με τη διάρκεια του διαβήτη (p=0.029),το χαμηλό σωματικό ύψος (p=0.038), τη μέση αρτηριακή πίεση (p<0.001), τη μειωμένη καρδιακή συχνότητα (p<0.001) και την ύπαρξη περιφερικής αρτηριοπάθειας (p<0.001). δ) ο αυξημένος AIx@75 σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με την μέση αρτηριακή πίεση (p<0.001), την ύπαρξη περιφερικής αρτηριοπάθειας (p=0.001) και το χαμηλό σωματικό ύψος (p=0.044). ε) η αυξημένη cfPWV σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με την ηλικία (p<0.001), τη μέση αρτηριακή πίεση (p<0.001), την ύπαρξη περιφερικής αρτηριοπάθειας (p=0.025), περιφερικής νευροπάθειας (p=0.004) και νεφροπάθειας (p=0.047), καθώς επίσης με τη μειωμένη λογαριθμική τιμή της TP της HRV (p=0.035). Tα αποτελέσματα της πολυπαραγοντικής ανάλυσης λογιστικής παλινδρόμησης με εξαρτημένη μεταβλητή την ύπαρξη φυσιολογικής ή παθολογικής τιμής cfPWV, έδειξαν ότι η ύπαρξη παθολογικής τιμής cfPWV σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με την υψηλότερη μέση αρτηριακή πίεση (p<0.001), την ύπαρξη νεφροπάθειας (p=0.035) και τις μειωμένες λογαριθμικές τιμές των περισσότερων δεικτών της HRV και συγκεκριμένα της PLF (p=0.042),της PHF (p=0.007), της TP (p=0.013) και της MSSD (p=0.010). Στην ίδια ανάλυση με εξαρτημένη μεταβλητή της ύπαρξη τιμής cfPWV μεγαλύτερης ή μικρότερης από 12 m/s, αναδείχθηκαν σημαντικές και ανεξάρτητες συσχετίσεις μεταξύ της ύπαρξης τιμής cfPWVμεγαλύτερης από 12 m/s και της ηλικίας (p=0.002), της μέσης αρτηριακής πίεσης (p=0.011), της ύπαρξης περιφερικής νευροπάθειας (p=0.006) και της μειωμένης λογαριθμικής τιμής της TP της HRV (p=0.031). Η ΒRS δεν βρέθηκε να σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με καμία από τις κεντρικές αιμοδυναμικές παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένης και της cfPWV. Αντίθετα, βρέθηκαν σημαντικές, θετικές και ισχυρές συσχετίσεις μεταξύ της BRS και των δεικτών της HRV (p<0.001) και της καρδιακής συχνότητας (p<0.001). Δεν βρέθηκαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των ανωτέρω μεταβλητών (δηλαδή της περιφερικής πίεσης παλμού, της κεντρικής πίεσης παλμού, της ΑP, του AIx@75 και της cfPWV) και της συστολικής ή διαστολικής δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας, της ύπαρξης στεφανιαίας νόσου, των τιμών των λιπιδίων, της γλυκαιμικής ρύθμισης, του καπνίσματος, της λήψης αλκοόλ ή του επιπέδου σωματικής δραστηριότητας. Συμπεράσματα: Το φαινόμενο της ενίσχυσης της συστολικής αρτηριακής πίεσης και της πίεσης παλμού από την αορτή προς της περιφέρεια διατηρείται στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η κεντρική αρτηριακή πίεση είναι μικρότερη σε σύγκριση με την περιφερική αρτηριακή πίεση. Οι παράμετροι που αντικατοπτρίζουν αυξημένη αορτική σκληρία σχετίζονται με τη δυσλειτουργία του καρδιακού αυτονόμου νευρικού συστήματος, με τη διάρκεια τη νόσου και με την ύπαρξη ορισμένων μικρο-αορτικού καρδιακού αυτονόμου νευρικού συστήματος είναι απαραίτητη για τη διατήρηση των ελαστικών ιδιοτήτων της αορτής. Επιπλέον, η ύπαρξη επιπλοκών του διαβήτη σχετίζεται με αυξημένη αορτική σκληρία και, επομένως, με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων.
Εισαγωγή: Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 έχει λάβει επιδημικές διαστάσεις τόσο στις ανεπτυγμένες όσο και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Η καρδιαγγειακή νόσος ευθύνεται για περισσότερο από το 80% των θανάτων στα άτομα με διαβήτη τύπου 2. Παρ' όλο που τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 εμφανίζουν, σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, σε μεγαλύτερη συχνότητα τους κλασικούς παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, σε αυτούς αποδίδονται λιγότερο από το ήμισυ των θανάτων. Τα τελευταία χρόνια το ερευνητικό ενδιαφέρον έχει στραφεί σε νεότερους δείκτες καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνητότητας με ανεξάρτητη προγνωστική αξία, όπως η καρωτιδομηριαία ταχύτητα αγωγής του κύματος σφυγμού (carotid-femoral Pulse Wave Velocity, cfPWV) και η κεντρική αορτική πίεση. ΗcfPWV και η κεντρική αορτική πίεση είναι αυξημένες στα άτομα με διαβήτη σε σύγκριση με άτομα χωρίς διαβήτη και προδικάζουν αυξημένη καρδιαγγειακή νοσηρότητα και θνητότητα. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας συγχρονικής μελέτης ήταν η διερεύνηση πιθανών συσχετίσεων της cfPWV και της κεντρικής αορτικής πίεσης με τη δραστηριότητα του καρδιακού αυτόνομου νευρικού συστήματος σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Επιπλέον, εξετάστηκε η ύπαρξη συσχετίσεων μεταξύ της cfPWV και της κεντρικής αορτικής πίεσης με τα κλινικά χαρακτηριστικά, τη διάρκεια και τη ρύθμιση του διαβήτη, τις βιοχημικές παραμέτρους, την μυοκαρδιακή απόδοση της αριστερής κοιλίας και τις μακρο- και μικρο-αγγειοπαθητικές επιπλοκές σε αυτά τα άτομα. Ασθενείς και Μέθοδοι: Στη μελέτη έλαβαν μέρος 202 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (127 άνδρες και 75 γυναίκες, με μέση ηλικία τα 64.5±7.6 έτη και διάμεση διάρκεια διαβήτη τα 12 έτη) που επιλέχθηκαν τυχαία από το εξωτερικό διαβητολογικό ιατρείο της Α' Προπαιδευτικής Παθολογικής Κλινικής και Ειδικής Νοσολογίας του Λαϊκού Νοσοκομείου. Αποκλείστηκαν από τη μελέτη ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, συμαντικά αυτοάνοσα νοσήματα, αρρυθμίες ή με ηλικία μεγαλύτερη των 75 ετών. Ελήφθη από όλους λεπτομερές ατομικό ιστορικό, πραγματοποιήθηκε πλήρης αντικειμενική εξέταση και διενεργήθηκε βιοχημικός έλεγχος. Μετρήθηκαν και καταγράφηκαν τα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά, οι τιμές των λιπιδίων, της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης και της κρεατινίνης και υπολογίστηκε ο ρυθμός σπειραματικής διήθησης. Η καρωτιδομηριαία ταχύτητα του σφυγμικού κύματος (carotid-femoral pulse wave velocity, cfPWV) μετρήθηκε με τη μέθοδο της τονομετρίας με τη συσκευή Sphygmocor. Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν σε 2 ομάδες ανάλογα α) με την ύπαρξη φυσιολογικής ή παθολογικής τιμής cfPWV, βάσει των προτεινόμενων τιμών αναφοράς ανάλογα με την ηλικία και τον τρόπο μέτρησης της απόστασης από την καρωτίδα στη μηριαία αρτηρία, και β) με την ύπαρξη τιμής cfPWV μεγαλύτερης ή μικρότερης από 12 m/s. H εκτίμηση της κεντρικής αορτικής πίεσης και των άλλων κεντρικών αιμοδυναμικών παραμέτρων, δηλαδή της πίεσης ενίσχυσης (augmentation pressure, AP) και του δείκτη ενίσχυσης των ανακλώμενων κυμάτων διορθωμένου ως προς την καρδιακή συχνότητα (augmentation index, AIx@75) έγινε μέσω της ανάλυσης του σφυγμικού κύματος με τη μέθοδο της τονομετρίας με τη συσκευή Sphygmocor. Ως δείκτες δραστηριότητας του καρδιακού αυτόνομου νευρικού συστήματος χρησιμοποιήθηκαν α) η μεταβλητότητα της καρδιακής συχνότητας (Heart rate variability, HRV), η οποία εκτιμήθηκε με πεντάλεπτη καταγραφή του καρδιακού ρυθμού με τη συσκευή VariaCardio TF5, και β) η ευαισθησία των τασεοϋποδοχέων (Baroreflex sensitivity, BRS), η οποία εκτιμήθηκε με προσδιορισμό της αυτόματης ευαισθησίας των τασεοϋποδοχέων σε συνθήκες ηρεμίας με τη συσκευή Barocor System. Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε υπερηχογράφημα καρδιάς και καταγράφηκαν το κλάσμα εξώθησης, ο λόγος διαμιτροειδικής ροής Ε/Α και ο δείκτης Tei της αριστερής κοιλίας. Επίσης όλοι οι ασθενείς ρωτήθηκαν για τις καπνιστικές συνήθειες, την κατανάλωση αλκοόλ και τη σωματική τους δραστηριότητα. Το επίπεδο σωματικής δραστηριότητας εκτιμήθηκε με τη χρήση της σύντομης μορφής του διεθνούς ερωτηματολογίου σωματικής δραστηριότητας IPAQ (Short form of International Physical Activity Questionnaire). Αποτελέσματα: Η κεντρική συστολική αρτηριακή πίεση και η κεντρική πίεση παλμού ήταν σημαντικά μικρότερες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες περιφερικές πιέσεις (p<0.001). Οι τιμές της κεντρικής πίεσης παλμού, της ΑP και του AIx@75 ήταν σημαντικά μεγαλύτερες στις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες (p<0.001), ενώ η cfPWV δεν διέφερε σημαντικά μεταξύ ανδρών και γυναικών (p=0.26). Mετά από διόρθωση ως προς το ύψος, οι συσχετίσεις μεταξύ του γυναικείου φύλου και των μεγαλύτερων τιμών της κεντρικής πίεσης παλμού, της ΑP και τουAIx@75, δεν διατήρησαν τη στατιστική τους σημαντικότητα (p=0.534, p=0.470 και p=0.406,αντίστοιχα).Tα αποτελέσματα της πολυπαραγοντικής ανάλυσης γραμμικής παλινδρόμησης έδειξαν ότι: α) η υψηλή περιφερική πίεση παλμού σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με την ηλικία (p<0.001), τη διάρκεια του διαβήτη (p=0.035), την μέση αρτηριακή πίεση (p<0.001), την ύπαρξη περιφερικής αρτηριοπάθειας (p=0.002), περιφερικής νευροπάθειας (p=0.041) και αμφιβληστροειδοπάθειας (p=0.003), καθώς επίσης και με τις μειωμένες λογαριθμικές τιμές δεικτών της HRV, και συγκεκριμένα της PLF (p=0.014), της PHF (p=0.042) και της TP (p=0.04). β) η υψηλή κεντρική πίεση παλμού σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με την ηλικία (p<0.001), τη διάρκεια του διαβήτη (p=0.005), τη μέση αρτηριακή πίεση (p<0.001), την ύπαρξη περιφερικής αρτηριοπάθειας (p<0.001), νεφροπάθειας (p=0.041) και αμφιβληστροειδοπάθειας (p=0.006), καθώς επίσης και με τη μειωμένη καρδιακή συχνότητα (p<0.001). γ) η αυξημένη AP σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με τη διάρκεια του διαβήτη (p=0.029),το χαμηλό σωματικό ύψος (p=0.038), τη μέση αρτηριακή πίεση (p<0.001), τη μειωμένη καρδιακή συχνότητα (p<0.001) και την ύπαρξη περιφερικής αρτηριοπάθειας (p<0.001). δ) ο αυξημένος AIx@75 σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με την μέση αρτηριακή πίεση (p<0.001), την ύπαρξη περιφερικής αρτηριοπάθειας (p=0.001) και το χαμηλό σωματικό ύψος (p=0.044). ε) η αυξημένη cfPWV σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με την ηλικία (p<0.001), τη μέση αρτηριακή πίεση (p<0.001), την ύπαρξη περιφερικής αρτηριοπάθειας (p=0.025), περιφερικής νευροπάθειας (p=0.004) και νεφροπάθειας (p=0.047), καθώς επίσης με τη μειωμένη λογαριθμική τιμή της TP της HRV (p=0.035). Tα αποτελέσματα της πολυπαραγοντικής ανάλυσης λογιστικής παλινδρόμησης με εξαρτημένη μεταβλητή την ύπαρξη φυσιολογικής ή παθολογικής τιμής cfPWV, έδειξαν ότι η ύπαρξη παθολογικής τιμής cfPWV σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με την υψηλότερη μέση αρτηριακή πίεση (p<0.001), την ύπαρξη νεφροπάθειας (p=0.035) και τις μειωμένες λογαριθμικές τιμές των περισσότερων δεικτών της HRV και συγκεκριμένα της PLF (p=0.042),της PHF (p=0.007), της TP (p=0.013) και της MSSD (p=0.010). Στην ίδια ανάλυση με εξαρτημένη μεταβλητή της ύπαρξη τιμής cfPWV μεγαλύτερης ή μικρότερης από 12 m/s, αναδείχθηκαν σημαντικές και ανεξάρτητες συσχετίσεις μεταξύ της ύπαρξης τιμής cfPWVμεγαλύτερης από 12 m/s και της ηλικίας (p=0.002), της μέσης αρτηριακής πίεσης (p=0.011), της ύπαρξης περιφερικής νευροπάθειας (p=0.006) και της μειωμένης λογαριθμικής τιμής της TP της HRV (p=0.031). Η ΒRS δεν βρέθηκε να σχετίζεται σημαντικά και ανεξάρτητα με καμία από τις κεντρικές αιμοδυναμικές παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένης και της cfPWV. Αντίθετα, βρέθηκαν σημαντικές, θετικές και ισχυρές συσχετίσεις μεταξύ της BRS και των δεικτών της HRV (p<0.001) και της καρδιακής συχνότητας (p<0.001). Δεν βρέθηκαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των ανωτέρω μεταβλητών (δηλαδή της περιφερικής πίεσης παλμού, της κεντρικής πίεσης παλμού, της ΑP, του AIx@75 και της cfPWV) και της συστολικής ή διαστολικής δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας, της ύπαρξης στεφανιαίας νόσου, των τιμών των λιπιδίων, της γλυκαιμικής ρύθμισης, του καπνίσματος, της λήψης αλκοόλ ή του επιπέδου σωματικής δραστηριότητας. Συμπεράσματα: Το φαινόμενο της ενίσχυσης της συστολικής αρτηριακής πίεσης και της πίεσης παλμού από την αορτή προς της περιφέρεια διατηρείται στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Η κεντρική αρτηριακή πίεση είναι μικρότερη σε σύγκριση με την περιφερική αρτηριακή πίεση. Οι παράμετροι που αντικατοπτρίζουν αυξημένη αορτική σκληρία σχετίζονται με τη δυσλειτουργία του καρδιακού αυτονόμου νευρικού συστήματος, με τη διάρκεια τη νόσου και με την ύπαρξη ορισμένων μικρο-αορτικού καρδιακού αυτονόμου νευρικού συστήματος είναι απαραίτητη για τη διατήρηση των ελαστικών ιδιοτήτων της αορτής. Επιπλέον, η ύπαρξη επιπλοκών του διαβήτη σχετίζεται με αυξημένη αορτική σκληρία και, επομένως, με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών συμβαμάτων.
We found considerable differences between clinical and out-patient PP, and between the PP of the diabetic and non-diabetic population with hypertension. High out-patient PP in hypertense patients is related to diabetes and isolated systolic hypertension.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
customersupport@researchsolutions.com
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.
Copyright © 2025 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.