Η παρούσα μελέτη έχει ως πρωταρχικό στόχο την περιγραφή των κυματικών και μετεωρολογικών χαρακτηριστικών από επιτόπιες μετρήσεις (Σύστημα Ποσειδών – ΕΛΚΕΘΕ) στις Ελληνικές Θάλασσες και τις υπο-περιοχές τους, ώστε νέα στοιχεία να προστεθούν στις ήδη υπάρχουσες πληροφορίες και να ενισχυθεί η υπάρχουσα γνώση. Επιπροσθέτως, καθώς οι επιτόπιες μετρήσεις είναι διάσπαρτες χρονικά και χωρικά και δεν καλύπτουν χωρικά τα ελληνικά νερά, στα πλαίσια της εργασίας αυτής, αξιοποιείται μια ακόμα βάση δεδομένων (ERA-Interim, ECMWF), η οποία και συγκρίνεται με τη βάση δεδομένων του Συστήματος Ποσειδών (πλωτοί μετρητικοί σταθμοί).Οι μετρήσεις που αναλύονται περιλαμβάνουν χαρακτηριστικά που δίνονται είτε αυτούσια από τους πλωτούς ωκεανογραφικούς μετρητικούς σταθμούς (ΠΩΜΣ), είτε από τη βάση Reanalysis δεδομένωνERA-Interim και αφορούν ύψος, περίοδο, διεύθυνση κύματος, ταχύτητα και διεύθυνση ανέμου,θερμοκρασία αέρα και ατμοσφαιρική πίεση, καθώς και μετρήσεις της διακύμανσης της στάθμης της θάλασσας από όπου προέκυψαν μετά από επεξεργασία, τα φασματικά και στατιστικά χαρακτηριστικά του κύματος. Για τη σύγκριση των δύο βάσεων, χρησιμοποιήθηκαν τρεις διαφορετικές μέθοδοι χωρικής τοποθέτησης ΠΩΜΣ - (ERA-Interim, 0.125x0.125) καννάβου: (i) του κοντινότερου σημείου, (ii) του σταθμικού μέσου (με βάρος την απόσταση από τη σημαδούρα), (iii) των σταθμικών μέσων των 4 κοντινότερων κουτιά του καννάβου στη σημαδούρα.Σε επιλεγμένα σημεία των Ελληνικών Θαλασσών, διερευνάται η πιθανότητα να υπάρχουν τάσεις αλλαγής στις μηνιαίες και ετήσιες τιμές, καθώς και στις μηνιαίες ανωμαλίες, των παρακάτω παραμέτρων: ύψος και περίοδος κύματος, ταχύτητα του ανέμου και θερμοκρασία της ατμόσφαιρας.Η βάση δεδομένων ERA-Interim χρησιμοποιείται ως αρχική πληροφορία για τη μελέτη της διάδοσης του κύματος από τα ανοιχτά νερά στην παράλια ζώνη του Πηνειού Ποταμού (Θεσσαλίας) με χρήση του μαθηματικού μοντέλου (MIKE 21 PMS). Ακόμα, ερευνάται η επίδραση της αύξησης της στάθμης της θάλασσας, όπως αυτή ορίζεται από την 5η Έκθεση του IPCC, στη διάδοση του κύματος στην προαναφερθείσα περιοχή.Τα σημαντικότερα ευρήματα της παρούσας μελέτης είναι ότι: (i) η επεξεργασία των δεδομένων της διακύμανσης της στάθμης της θάλασσας μπορεί να προσφέρει περισσότερα χαρακτηριστικά για το κυματικό καθεστώς και προτείνεται να προτιμάται αντί των απευθείας μετρήσεων από τους ΠΩΜΣ, (ii) είναι εμφανής η επίδραση της περίπλοκης Ελληνικής ακτογραμμής και της παρουσίας των νησιών στη διάδοση των κυμάτων, (iii) τα δεδομένα της βάσης ERA-Interim μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά για την κυματική και μετεωρολογική κατάσταση που επικρατεί στις Ελληνικές Θάλασσες, ως καταστάσεις ανοικτής θάλασσας, (iv) οι εμπειρικές εξισώσεις για τους λόγους των φασματικών / στατιστικών κυματικών χαρακτηριστικών, καθώς και αυτές που χρησιμοποιούνται για τη διάδοση του κύματος από τα ανοικτά νερά στην παράλια ζώνη, διαφέρουν στις Ελληνικές Θάλασσες και θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή, (v) η άνοδος της στάθμης της θάλασσας επιδρά στις παράκτιες υδροδυναμικές συνθήκες (π.χ. μετατοπίζοντας τη ζώνη θραύσης των κυμάτων πιο κοντά στην ακτογραμμή).