Η παρούσα διατριβή ερευνά αν ένα Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (KΠΕ) μπορεί να λειτουργήσει ως οργανισμός μάθησης. Το θεωρητικό υπόβαθρο εμπίπτει στο ευρύτερο πλαίσιο της Εκπαίδευσης για το Περιβάλλον και την Αειφορία (ΕΠΑ), της οργανωσιακής μάθησης και του οργανισμού μάθησης. Η μεθοδολογία που επιλέχθηκε ως καταλληλότερη για την έρευνα είναι η Έρευνα Δράσης (ΕΔ), καθώς η διαδικασία διεξαγωγής της στοχεύει ταυτόχρονα στην αλλαγή και τη βελτίωση του ερευνώμενου οργανισμού. Η παρούσα ΕΔ πραγματοποιήθηκε σε ένα ΚΠΕ της Αττικής και οι εκπαιδευτικοί της παιδαγωγικής ομάδας μαζί με την γράφουσα ως ερευνήτρια/ διευκολύντρια αποτέλεσαν την ερευνητική ομάδα. Με βάση το θεωρητικό υπόβαθρο και μέσω της Έρευνας Δράσης αναζητήθηκαν απαντήσεις στο κύριο ερευνητικό ερώτημα που διαμορφώθηκε ως εξής: «Πώς μπορεί ένα ΚΠΕ να λειτουργήσει ως Οργανισμός Μάθησης και κάτω από ποιες προϋποθέσεις;» Προκειμένου να απαντηθεί το κύριο ερευνητικό ερώτημα, τέθηκαν δύο υποερωτήματα: α) Ποιο πλαίσιο αρχών μέσα στο ΚΠΕ, ευνοεί τη λειτουργία του ως οργανισμού μάθησης; β) Ποιες είναι οι διεργασίες που συμβάλλουν στη σταδιακή ανάπτυξη αυτών των αρχών και ποιοι είναι, αν υπάρχουν, οι παράγοντες που δυσκολεύουν την υιοθέτηση του κατάλληλου πλαισίου αρχών, ώστε να λειτουργεί το ΚΠΕ ως οργανισμός μάθησης. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας αναδεικνύει ότι το ατομικό και το συλλογικό πλαίσιο αρχών των μελών της παιδαγωγικής ομάδας είναι σημαντικά για τη διαμόρφωση του κατάλληλου οργανωσιακού πλαισίου, ώστε να λειτουργεί το ΚΠΕ ως οργανισμός μάθησης. Επιπλέον διαφάνηκε ότι οι διεργασίες που συντελούνται κατά τη διαμόρφωση του πλαισίου αρχών είναι καθοριστικές, καθώς μπορούν να τροποποιήσουν το ατομικό πλαίσιο αρχών και στη συνέχεια το συλλογικό και το οργανωσιακό. Τελικά από την έρευνα αναδείχθηκαν ατομικές και συλλογικές αρχές οι οποίες μπορούν να ενισχύσουν τη λειτουργία ενός ΚΠΕ ως οργανισμού μάθησης.