Δυο συνήθη ερωτήματα που εξετάζουν οι κλινικές μελέτες είναι η αποτελεσματικότητα θεραπευτικών παρεμβάσεων και η εγκυρότητα νέων προγνωστικών παραγόντων. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις μια σημαντική παράμετρος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η αντιπροσωπευτικότητα των τεκμηρίων που θα προκύψουν (εξωτερική εγκυρότητα). Στην πρώτη περίπτωση η βέλτιστη εξωτερική εγκυρότητα επιτυγχάνεται όταν ο πληθυσμός που μελετάται είναι πλήρως αντιπροσωπευτικός ως προς τα χαρακτηριστικά του (ηλικία, φύλο, φυλή, συνυπάρχοντα νοσήματα και φάρμακα, κτλ) με τον πληθυσμό πάνω στον οποίο θα εφαρμοσθεί τελικά η εξεταζόμενη θεραπευτική παρέμβαση. Στη δεύτερη περίπτωση οι ερευνητές συχνά εξετάζουν κατά πόσον ένας νέος προγνωστικός δώσει μπορεί να παρέχει πρόσθετη προγνωστική πληροφορία όταν προστίθεται σε ένα αποδεδειγμένα έγκυρο προγνωστικό μοντέλο. Στην περίπτωση αυτή η αντιπροσωπευτικότητα των τεκμηρίων έγκειται στην αποτίμηση της πρόσθετης αξίας δόκιμων προγνωστικών παραγόντων σε ήδη υπάρχοντα μοντέλα τα οποία θα χρησιμοποιούνται ακριβώς όπως έχουν σχεδιασθεί (π.χ. για τον ίδιο πληθυσμό, με τους ίδιους παράγοντες, για την ίδια έκβαση) και με τα λιγότερα δυνατά συστηματικά σφάλματα Υπάρχουν δεδομένα ότι οι γηραιότεροι ασθενείς, οι γυναίκες και οι φυλετικές μειονότητες υπό αντιπροσωπεύονται στις κλινικές μελέτες θεραπευτικών παρεμβάσεων καθώς και ότι συστηματικά σφάλματα επηρεάζουν την αντιπροσωπευτικότητα των τεκμηρίων στη βιβλιογραφία των προγνωστικών παραγόντων. Σκοπός: Σκοπός αυτής της μελέτης, ήταν να ελέγξει εάν οι ηλικιωμένοι ασθενείς υπό-αντιπροσωπεύονται σε κλινικές δοκιμές ενός νοσήματος που αφορά κυρίως αυτούς, την οστεοαρθρίτιδα, καθώς και αν η χρήση ενός από τα πιο διαδεδομένα και επικυρωμένα προγνωστικά μοντέλα, αυτό του Framingham, ως βάση για την εκτίμηση προγνωστικών δεικτών είχε γίνει με τρόπο που να επηρεάζει την αντιπροσωπευτικότητα των αποτελεσμάτων. Mέθοδοι: Για το πρώτο σκέλος της εργασίας εξετάσαμε τις μελέτες που είχαν αναλυθεί στις συστηματικές ανασκοπήσεις της Cochrane για την οστεοαρθρίτιδα ανεξάρτητα από το ποια θεραπευτική παρέμβαση είχε εξεταστεί και καταγράψαμε 60 κάθε πληροφορία για την ηλικία των ασθενών και τα κριτήρια εισαγωγής. Για το δεύτερο σκέλος χρησιμοποιήσαμε όλες τις μελέτες που εξέταζαν την πρόσθετη αξία ενός προγνωστικού δείκτη όταν προστίθεται στο προγνωστικό μοντέλο Framingham (FRS) και είχαν παραπομπή στην αναφορική του FRS μελέτη στις αναφορές τους. Καταγράψαμε πληροφορίες για τη χρήση του FRS, τον πληθυσμό, τις εκβάσεις και λεπτομέρειες για την ανάλυση και την παράθεση των αποτελεσμάτων. Αποτελέσματα: Αναλύσαμε 219 μελέτες από 18 συστηματικές ανασκοπήσεις της Cochrane για οστεοαρθρίτιδα. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 63 έτη. Μόνο 13 μελέτες (6,4%) είχαν ασθενείς με μέση ηλικία 71-80 έτη και μόνο 1 είχε ασθενείς με μέση ηλικία άνω των 80. Εξήντα έξι μελέτες (38%) δεν είχαν συμπεριλάβει κανένα ασθενή άνω των 80 ετών. Μόνο 23 μελέτες απέκλεισαν συμμετέχοντες άνω των 70 ετών βασιζόμενες στα κριτήρια αποκλεισμού ενώ 168 μελέτες τους απέκλεισαν λόγω συνυπαρχόντων νοσημάτων και 142 εξαιτίας λήψης άλλων θεραπειών. Για το δεύτερο σκέλος αναλύσαμε 79 κατάλληλες μελέτες. Σαράντα εννέα από αυτές (62%) δεν είχαν υπολογίσει το FRS όπως αυτό έχει προταθεί, 41 (52%) δεν εξέτασαν σαν έκβαση αυτή του FRS, 33 (42%) είχαν εξετάσει διαφορετικό πληθυσμό από εκείνον για τον οποίο είναι σχεδιασμένο το FRS.