Οι Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής (ΔΠΤ) είναι από τις πιο σοβαρές και επιβαρυντικές ψυχιατρικές διαταραχές. Η θεραπεία των ΔΠΤ δεν έχει ακόμα τα επιθυμητά αποτελέσματα, ειδικά για την Ψυχογενή Ανορεξία. Κάποιοι παράγοντες που δυσχεραίνουν την αντιμετώπισή των ΔΠΤ είναι η καθυστέρηση αναζήτησης θεραπείας από τους ασθενείς, τα υψηλά ποσοστά πρόωρης διακοπής της θεραπείας, η «ανθεκτικότητα» που παρουσιάζουν τα συμπτώματα στις υπάρχουσες θεραπευτικές παρεμβάσεις και τα υψηλά ποσοστά υποτροπής. Μόλις τα τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να διερευνάται και να λαμβάνεται υπόψιν η υποκειμενική άποψη των ασθενών για τη θεραπεία τους και την ανάρρωσή τους. Ακόμα, υπάρχουν αρκετά σημεία που είναι αδιευκρίνιστα ή που φαίνεται οι θεραπευτές να μην συμφωνούν με τους ασθενείς. Στην παρούσα έρευνα έγινε προσπάθεια να δοθεί φωνή στους θεραπευόμενους να εκφράσουν την άποψή τους για τους παράγοντες που οι ίδιοι αξιολογούν ως σημαντικούς για τη θεραπεία, καθώς και να εκφράσουν την εμπειρία τους ως προς την βελτίωση των συμπτωμάτων άλλων τομέων της ζωής τους πέρα από τη συμπτωματολογία της ΔΠΤ. Στόχος της παρούσας εργασίας ήταν να διερευνήσει τη συμβολή των μη ειδικών θεραπευτικών παραγόντων στην ψυχοθεραπεία των ΔΠΤ, ειδωμένη από τη σκοπιά των ασθενών. Οι μη ειδικοί θεραπευτικοί παράγοντες (με σημαντικότερο από αυτούς τη θεραπευτική σχέση) αφορούν τα πιθανά στοιχεία μιας θεραπείας που συμβάλλουν στο καλό θεραπευτικό αποτέλεσμα αλλά δεν προσδιορίζονται στο θεωρητικό ή πρακτικό πλαίσιο κάποιας συγκεκριμένου είδους θεραπευτικής προσέγγισης. Στη μελέτη συμμετείχαν 94 ασθενείς με ΔΠΤ (Ψυχογενή Ανορεξία, Ψυχογενή Βουλιμία, ΔΠΤ μη Προσδιοριζόμενη Αλλιώς), ηλικίας 17 έως 49 ετών, των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία ήταν γυναίκες. Οι ασθενείς παρακολούθησαν γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία διάρκειας ενός έτους. Οι συμμετέχουσες συμπλήρωσαν στην αρχική αξιολόγηση, πριν την έναρξη της θεραπείας, ερωτηματολόγια αξιολόγησης της βαρύτητας της συμπτωματολογίας των ΔΠΤ (EDE-Q), της ποιότητας ζωής (WHOQoL-BREF) και ερωτηματολόγιο προσωπικότητας (PDQ-4+). Στους 6 και 12 μήνες θεραπείας επαναλήφθηκαν οι μετρήσεις των EDE-Q και WHOQoL-BREF μαζί με την αξιολόγηση της υποκειμενικής αίσθησης της προόδου ανάρρωσης των ασθενών από τη ΔΠΤ (Ερωτηματολόγιο κριτηρίων εκτίμησης της ανάρρωσης από ΔΠΤ, CRED-39) και την κατάταξη ως προς την υποκειμενικά θεωρούμενη σημαντικότητα των παραγόντων που συμβάλλουν στη θεραπεία (Ερωτηματολόγιο για τις ΔΠΤ και τη θεραπεία τους, QEDT). Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι, ήδη στους 6 μήνες θεραπείας, υπήρξε σημαντική βελτίωση στην συνολική βαθμολογία της συμπτωματολογίας της ΔΠΤ (z=-2,07, p<0.05) και στην ποιότητα ζωής, κυρίως στον ψυχολογικό τομέα (z=-4,91, p<0.001). Σύμφωνα με τα ευρήματα φαίνεται πως για τους ασθενείς είναι πολύ σημαντική η αποδοχή του θεραπευτή τους και η καλή σχέση μαζί του. Επίσης, φάνηκε ότι η υποκειμενική αίσθηση ανάρρωσης των ασθενών σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ανάρρωση στην καθαυτή συμπτωματολογία των ΔΠΤ, όπως αξιολογείται από το EDE-Q, αλλά και με την ποιότητα ζωής, όπως αξιολογείται από το WHOQoL-BREF. Οι πιο ισχυρές συσχετίσεις βρέθηκαν μεταξύ της υποκειμενικής αίσθησης βελτίωσης της εικόνας εαυτού και των υποκλιμάκων της ψυχολογικής υγείας και της σωματικής υγείας του WHOQoL-BREF (r=0.85 και r=0.81, αντίστοιχα, αμφότερα p<0.001). Βάσει αυτών των ισχυρών συσχετίσεων ακολουθήθηκε πολλαπλή γραμμική παλινδρόμηση, από την οποία προέκυψε ένα ισχυρό μοντέλο πρόβλεψης της υποκειμενικής αίσθησης ανάρρωσης της εικόνας εαυτού των ασθενών: φάνηκε ότι ο βαθμός ανάρρωσης ως προς την συμπτωματολογία της ΔΠΤ σε συνδυασμό με τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών στον ψυχολογικό και τον κοινωνικό τομέα μπορεί να ερμηνεύσει το 85% της διακύμανσης της υποκειμενικής αίσθησης βελτίωσης της εικόνας εαυτού (F=89.54, p<0.001). Στο σύνολό τους τα ευρήματα δείχνουν ότι η αποτίμηση της ανάρρωσης που βασίζεται στη καθαυτή συμπτωματολογία των ΔΠΤ είναι πολύ σημαντική, αλλά δεν είναι επαρκής για την εκτίμηση της συνολικής αίσθησης βελτίωσης των ασθενών. Οι ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες είναι εξίσου σημαντικοί αν θέλουμε να πετύχουμε την «πλήρη ανάρρωση», που θα οδηγήσει σε πιο ικανοποιημένους και υγιείς θεραπευόμενους και, άρα, καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα.