Δια τοΰ δρου παραπυελική κύστις (Π.Π.Κ.) νοείται καλοήθης κυ στική ανωμαλία, άπαντωμένη επί του ενήλικος, έδραζομένη επί των πυλών τοϋ νεφρού ή του νεφρικού κόλπου, γειτνιάζουσα μετά της πυέλου ή των καλύκων και μή επικοινωνούσα μετ' αυτών.Ή κοιλότης της κύστεως πληρούται λεπτορρεύστου άχρόου και ενίοτε, λεμφώδους ύγρου, ελευθέρου κρυσταλλοειδών και κολλοειδών ουσιών και επενδύεται υπό ενδοθηλίου ομοίου προς το τών λεμφαγγείων, δι' δ και αί κύστεις αύται καλούνται καί λεμφογενεΐς ή λεμφαγγειογενεϊς ή πυελολεμφικαί.Αί λεμφογενεΐς κύστεις του νεφρικού κόλπου αποκαλούνται υπό τοΰ Wahlqvist (1967) καί παρακαλυκικαί κύστεις, ώς κείμεναι πλησιέστερον προς τους κάλυκας καί τους αυχένας αύτων ή προς τήν νεφρικήν πύελον, μεταβάλλουσαι τήν άρχιτεκτονικήν τούτων μάλλον καί προκαλοΰσαι πιεστικήν άτροφίαν καί λέπτυνσιν της φλοιώδους ουσίας τοϋ νεφρού.Ή πάθησις, συνήθως έτερόπλευρος, συνίσταται εκ μονήρων ή ενίο τε, πολλαπλών κύστεων διαμέτρου κυμαινόμενης άπό 0,2 εως 15 έκ. Είδικώτερον, εξ απόψεως μεγέθους, διακρίνονται δύο τύποι κύστεων κλινικής, κυρίως, σημασίας.Αί μικραί, διαμέτρου 0,2 -έκ. καί αί μεγάλαι 1-15 έκ. (Abeshouse Β. καί G. 1961) ή 0,2 -3 έκ. καί 3 -8 έκ. (Bollack καί σύν. 1967).Ώς έκ της θέσεως καί της γειτνιάσεως αυτών μετά τοΰ άγγειακοΰ μίσχου τών νεφρών, αί παραπυελικαί κύστεις δυνατόν νά άσκοΰν έπ' αύτοΰ πίεσιν μετά φαινομένων μερικής ή ολικής νεφρικής ισχαιμίας και εκδηλώσεως υπερτάσεως κατά τον μηχανισμόν τοΰ Goldblatt (1938).Ύπό τών διαφόρων, κατά καιρούς, συγγραφέων αί παραπυελικαί κύστεις αναφέρονται υπό πληθύος δρων, γεγονός το όποιον, Λλήν της υποδηλουμένης συγχύσεως, ήτις καί επικρατεί εισέτι, καθιστά, ετι πλέον, δυσχερή τήν άνεύρεσιν καί συστηματικήν μελέτην αυτών. θεωροΰμεν, κατά ταΰτα, σκόπιμον, όπως παραθέσωμεν εν συνεχεία πίνακα τών προταθέντων δρων κατ' άλφαβητικήν σειράν ερμηνείας αυτών, (Πίναξ 1).