Όλα τα ζωικά είδη μπορεί να εκτεθούν και να νοσήσουν από μεγάλο αριθμό μικροοργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της γάτας (Felis catus), ενός είδους που απαντάται όλο και συχνότερα στην καθημερινή κλινική πράξη. Παρ’ όλο που στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετές έρευνες για τη συχνότητα και τους παράγοντες επικινδυνότητας για την εμφάνιση λοιμωδών και παρασιτικών νοσημάτων στο σκύλο, οι αντίστοιχες μελέτες για τη γάτα είναι λιγοστές, γεγονός που αποτελεί τροχοπέδη για τον σχεδιασμό κατάλληλων διαγνωστικών, θεραπευτικών και προληπτικών παρεμβάσεων, τόσο στις οικόσιτες γάτες όσο σε εκείνες που ζουν σε εκτροφεία και καταφύγια ή είναι αδέσποτες. Επιπλέον, στη χώρα μας δεν υπάρχει δημοσιευμένη μελέτη για τη συχνότητα του υπερθυρεοειδισμού, που διεθνώς θεωρείται η συχνότερη ενδοκρινοπάθεια της γάτας. Τα λοιμώδη νοσήματα της γάτας που μεταδίδονται με ενδιάμεσους ξενιστές έχουν παγκόσμια εξάπλωση, ενώ συχνά προσβάλουν και τον άνθρωπο. Οι βιολογικοί ή μηχανικοί μεταδότες είναι αρθρόποδα, όπως ψύλλοι, κρότωνες και κουνούπια, τα οποία αφθονούν στην Ελλάδα και είναι ικανά να μεταδώσουν διάφορους λοιμογόνους παράγοντες, όπως για παράδειγμα η Bartonella spp. και το Mycoplasma spp. Ορισμένοι άλλοι μικροοργανισμοί, όπως είναι ο ιός της λευχαιμίας (FeLV), o ιός της επίκτητης ανοσοανεπάρκειας (FIV) και ο κορονοϊός (FCoV) της γάτας, είναι γνωστό ότι υπάρχουν στην Ελλάδα, αλλά η επιδημιολογική και η κλινική τους σημασία παραμένει αδιευκρίνιστη. Τέλος, σε επιδημιολογικές μελέτες, από διάφορες χώρες, έχει βρεθεί ότι το ποσοστό των γατών και των ανθρώπων που είναι ορολογικά θετικοί για το Toxoplasma gondii μπορεί να ξεπερνάει το 30%, γεγονός που καταδεικνύει την αναγκαιότητα σύγχρονων δεδομένων για τη συχνότητα της τοξοπλάσμωσης της γάτας στην Ελλάδα και των παραγόντων επικινδυνότητας.Οι στόχοι της μελέτης αυτής ήταν: α) η διερεύνηση της συχνότητας της οροθετικότητας της γάτας στην Ελλάδα έναντι των FeLV, FIV, FCoV, B. henselae και T. gondii και της συχνότητας μόλυνσης από Bartonella spp. και Mycoplasma spp., β) ο προσδιορισμός της συχνότητας του υπερθυρεοειδισμού, γ) η διερεύνηση των παραγόντων επικινδυνότητας για την οροθετικότητα έναντι των FeLV, FIV, FCoV, B. henselae και T. gondii, δ) η διερεύνηση των παραγόντων επικινδυνότητας για τη μόλυνση από Bartonella spp. και Mycoplasma spp., ε) η διερεύνηση των συμπτωμάτων, των αιματολογικών και βιοχημικών διαταραχών που σχετίζονται με την οροθετικότητα έναντι των FeLV, FIV, FCoV, B. henselae και T. gondii, στ) η διερεύνηση των συμπτωμάτων, των αιματολογικών και βιοχημικών διαταραχών που σχετίζονται με την μόλυνση από Bartonella spp. και Mycoplasma spp., ζ) η διερεύνηση πιθανών συσχετισμών μεταξύ της οροθετικότητας για B. henselae, της μόλυνσης από Bartonella spp. ή της μόλυνσης από Mycoplasma spp. και της οροθετικότητας για FeLV, FIV, FCoV, και T. gondii, η) η σύγκριση της κλινικής εικόνας και των αποτελεσμάτων της γενικής εξέτασης του αίματος και των βιοχημικών εξετάσεων μεταξύ των υπερθυρεοειδκών και ευθυρεοειδικών γατών.Στην μελέτη περιλήφθηκαν συνολικά 547 κλινικά υγιείς και άρρωστες γάτες. H ηλικία τους κυμαινόταν μεταξύ 6 εβδομάδων και 17 ετών και ζούσαν στην Αττική, την Κρήτη, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Οι γάτες της μελέτης ήταν δεσποζόμενες, αδέσποτες ή ζούσαν σε εκτροφές. Από τις 547 γάτες, επιλέχθηκαν οι 435, 453, 452 και 457 για τη μελέτη της επιδημιολογίας και της κλινικής σημασίας της μόλυνσης από FeLV/FIV, FCoV, Bartonella spp./Mycoplasma spp. και T. gondii αντίστοιχα, ενώ στη μελέτη του υπερθυρεοειδισμού χρησιμοποιήθηκαν 80 γάτες ηλικίας ≥6 ετών. Μετά την λήψη του ιστορικού και την κλινική εξέταση ακολούθησε η λήψη ολικού αίματος. Οι εξετάσεις που πραγματοποιήθηκαν ήταν: α) γενική εξέταση αίματος, β) βιοχημικές εξετάσεις στον ορό αίματος, γ) ορολογική εξέταση για την ανίχνευση του αντιγόνου του FeLV και των αντισωμάτων έναντι του FIV, δ) ορολογικές εξετάσεις (IFAT) για την ανίχνευση IgG αντισωμάτων έναντι της B. henselae, του T. gondii και του FCoV, ε) PCR από το αίμα για την ανίχνευση του DNA των Bartonella spp. και Mycoplasma spp., και στ) προσδιορισμός της συγκέντρωσης της ολικής Τ4 και της ελεύθερης Τ4.Η συχνότητα της οροθετικότητας για FeLV, FIV, FCoV, B. henselae και T. gondii ήταν 3,9%, 9,2%, 12,1%, 35,4% and 20,8%, αντίστοιχα, η συχνότητα της μόλυνσης από Bartonella spp. και Mycoplasma spp. ήταν 2,9% και 19%, αντίστοιχα και η συχνότητα του υπερθυρεοειδισμού ήταν 5%.Οι παράγοντες επικινδυνότητας για τη μόλυνση από FeLV ήταν η διαπίστωση εμέτου ή ρινίτιδας, η ταυτόχρονη μόλυνση από FIV, η ουδετεροπενία, η μειωμένη συγκέντρωση ουρεϊκού αζώτου (BUN) στον ορό αίματος και η αυξημένη συγκέντρωση χολοστερόλης και τριγλυκεριδίων.Οι παράγοντες επικινδυνότητας για την οροθετικότητα στον FIV ήταν το αρσενικό φύλο, η μεγαλύτερη ηλικία, η διαμονή σε εξωτερικούς χώρους, η απώλεια βάρους, ο πυρετός, η διαπίστωση δερματικών αλλοιώσεων ή/και κνησμού και η υπερσφαιριναιμία.Οι παράγοντες επικινδυνότητας για την οροθετικότητα στον FCoV ήταν η υιοθέτηση προηγουμένως αδέσποτης γάτας και η επαφή με άλλες γάτες.Παράγοντες επικινδυνότητας για την οροθετικότητα στην B. henselae ήταν το να είναι η γάτα αδέσποτη, να ζει σε εξωτερικούς χώρους, να έρχεται σε επαφή με αυξημένο αριθμό γατών, να έχει ιστορικό παρασίτωσης από ψύλλους, να εμφανίζει ουλοστοματίτιδα ή υπερσφαιριναιμία και να μην εμφανίζει υπερφωσφαταιμία.Η διαβίωση σε αγροτικές περιοχές, η ανώμαλη επιφάνεια των νεφρών κατά την ψηλάφησης της κοιλίας και η υπερασβεστιαιμία ήταν οι παράγοντες επικινδυνότητας για τη μόλυνση από Bartonella spp.Στους παράγοντες επικινδυνότητας για τη μόλυνση από Mycoplasma spp. περιλαμβάνονται η μη χρήση εξωπαρασιτοκτόνων, η οροθετικότητα στο Τ. gondii, ο πυρετός, οι αλλοιώσεις από τους οφθαλμούς, η μη διαπίστωση παθολογικών ευρημάτων κατά την κλινική εξέταση και η θρομβοκυτταροπενία. Οι παράγοντες επικινδυνότητας για την οροθετικότητα στο T. gondii ήταν η αυξημένη ηλικία, τα δαγκώματα από άλλες γάτες και ο μη εμβολιασμός έναντι του καλυκοϊού, του ερπητοϊού, της πανλευκοπενίας και της λύσσας.Η συχνότητα βρογχοκήλης, κατάπτωσης ή ληθαργικότητας, δύσπνοιας και μειωμένης συγκέντρωσης BUN ήταν μεγαλύτερη στις υπερθυρεοειδικές γάτες σε σχέση με τις ευθυρεοειδικές.Συμπερασματικά, από τα αποτελέσματα της μελέτης προκύπτει ότι η συχνότητα οροθετικότητας ή/και μόλυνσης της γάτας στην Ελλάδα από FeLV, FIV, FCoV, Bartonella spp., Mycoplasma spp. και T. gondii είναι σχετικά μεγάλη και σχετίζεται με διάφορα συμπτώματα και εργαστηριακές διαταραχές, ανάλογα με το μικροοργανισμό. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητο να σχεδιαστούν κατάλληλα διαγνωστικά, θεραπευτικά και προληπτικά μέτρα, που θα λαμβάνουν υπόψη του παράγοντες αυξημένου κινδύνου. Τέλος, ο υπερθυρεοειδισμός της γάτας φαίνεται να είναι συχνός στην Ελλάδα στις γάτες ηλικίας ≥6 ετών και πρέπει να ελέγχεται, ιδιαίτερα στις μεσήλικες και υπερήλικες γάτες με βρογχοκήλη, κατάπτωση ή ληθαργικότητα, δύσπνοια και μειωμένη συγκέντρωση BUN.