Η στροφή στη σύγχρονη βιοαρχαιολογική έρευνα κατευθύνεται σε νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις για την ταυτότητα της Ελληνικής προϊστορίας και πώς αυτή διαμορφώθηκε μέσα από τις διαδικασίες φαινομένων και γεγονότων στο Ολόκαινο (10000 π.Χ.-σήμερα), περίοδο που σηματοδοτεί την μικροεξέλιξη των προϊστορικών κοινωνιών. Θερμό πεδίο έρευνας αποτελεί η Νεολιθική περίοδος (~7000-3200 π.Χ.), που σύμφωνα με την παραδοσιακή αρχαιολογική σκέψη, θεωρείται η απαρχή της γεωργικής οικονομίας με τις συνεπαγόμενες βιολογικές και κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές από το κυνηγετικό-τροφοσυλλεκτικό στάδιο της προηγηθείσης Μεσολιθικής περιόδου (~9000-7000 π.Χ.) και ο προπομπός της εντατικοποίησης της γεωργίας και της εμφάνισης των αστικών δομών της εποχής του Χαλκού (~3200-1200 π.Χ.) που ακολούθησε. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της προβληματικής, σειρά επιχειρημάτων στη βιβλιογραφία υποστηρίζει την επίδραση των Νεολιθικών σχημάτων στην υγεία των κοινωνιών με κύριες σταθερές την πτωχή διατροφική ποιότητα με έλλειψη ιχνοστοιχείων και πρωτεϊνών, περαιτέρω σχετιζόμενη με δημογραφική έκρηξη. Η πορώδης υπερόστωση και τα cribra orbitalia πιθανά αποτελούν τα πλέον ερευνηθέντα νοσήματα στα αρχαιολογικά δείγματα και θεωρούνται τα επιδημικά/ενδημικά γεγονότα της Νεολιθικής περιόδου. Η σιδηροπενική αναιμία, ως η αιτία αυτών των νοσημάτων λόγω διατροφικών συμπεριφορών, αποτελεί το δημοφιλέστερο επιχείρημα στον Ελλαδικό και ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο. Τα νέα δεδομένα από τις μελέτες αρχαιολογικών συλλογών και η επαναξιολόγηση του κοινωνικοπολιτισμικού μοντέλου των προϊστορικών σταθερών, αμφισβητούν το προαναφερθέν παράδειγμα. Κατά αυτόν τον τρόπο, η επικρατούσα μεθοδολογία της παραδοσιακής αρχαιολογίας μεταλλάσσεται σε νέες πειραματικές μεθόδους μέσα από διεπιστημονική προσέγγιση και λογικό διαλεκτισμό της βιοαρχαιολογίας. Η παρούσα εργασία μελετά το κλινικό, βιοπολιτισμικό και βιογεωγραφικό προφίλ νοσολογικών ομάδων, της πορώδους υπερόστωσης και των cribra orbitalia με τα κατά περίπτωση συνοδά ευρήματα στο ενδοκράνιο και το μετακρανιακό σκελετό. Κλινικά εκφράζονται ως πορωτικές οστεολύσεις, διαφόρου βαθμού σοβαρότητας και μορφολογίας, που αναπτύσσονται στον κρανιακό θόλο και στα οφρυικά πέταλα με πιθανή συνανάπτυξη στο ενδοκράνιο και στα επιμήκη οστά. Από 14 ανασκαφείσες προϊστορικές θέσεις-ορίζοντες του Ελλαδικού χώρου, με στρωματογραφική χρονολογική διαδοχή προϊστορικών περιόδων, που αναπτύσσονται σε διαφορετικά φυσικά περιβάλλοντα, εξετάσθηκαν ανθρώπινα κατάλοιπα από 230 άτομα, κατά πλειονότητα νεαρών ηλικιακών ομάδων (<30). Σε συνδυασμό με τις επικρατούσες μακροσκοπικές και ακτινολογικές μεθόδους, εφαρμόσθηκαν νέες αναλυτικές μέθοδοι όπως, η ενδοσκόπηση, η σάρωση ηλεκτρονικού μικροσκοπίου και η ιστολογική μελέτη με χρήση συγκεκριμένων εναλλακτικών πρωτοκόλλων. Σκοπός της έρευνας είναι η δόμηση της κλινικής εικόνας των νοσημάτων μέσα από την δοκιμή αξιόπιστων μεθόδων για περαιτέρω διαφορική διάγνωση και πιθανή παλαιοεπιδημιολογική μελέτη καθώς και η υιοθέτηση τεχνογνωσίας για την δημιουργία βάσης δεδομένων νοσούντος αρχαίου οστού. Ως συγκριτικές συλλογές, εξετάσθηκαν δείγματα, μακροσκοπικά και μικροσκοπικά, από προϊστορικές και μεσαιωνικές θέσεις της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, Εγγύς Ανατολής και της Βόρειας Αμερικής. Στα κλιμακούμενα αναλυτικά επίπεδα, στην έξω τράπεζα, στη διπλόη και στην έσω τράπεζα μελετήθηκαν μεταβλητές όπως, η μορφολογία και η συχνότητα κατανομής σε ανατομική περιοχή και βαθμού σοβαρότητας της πορότητας, η παρουσία και ο βαθμός αγγειογένεσης, οστεοβλαστικές και οστεοκλαστικές διαδικασίες, η μορφολογία και οι αλλοιώσεις στην αρχιτεκτονική και στο μέγεθος των δοκίδων και των ελασματοειδών δομών, υπερτροφικές και πολλαπλασιαστικές ζώνες οργάνωσης οστικής αντίδρασης, νησίδες μικτών δομών, ζώνες επαφής περιοχών οστίτη ιστού, στάδια επουλωτικών διεργασιών. Η στατιστική ανάλυση χρησιμοποίησε ανεπεξέργαστα και επεξεργασμένα δεδομένα (chi-square) με σκοπό την εκτίμηση σχέσων ομάδων και ποιοτικών κατηγορικών μεταβλητών. Η εφαρμογή των επιλεγμένων παραμέτρων στην μακροσκοπική μελέτη δεν προσέφερε ένα μορφότυπο κατανομής και επικράτησης των νοσημάτων, εκτός από τις ελάχιστες περιπτώσεις σοβαρού βαθμού έκφρασης των λύσεων. Παρατηρήθηκε ευρύ φάσμα ποικιλομορφίας στις μεταβλητές ανά χρονολογική περίοδο. Επίσης δεν ανιχνεύθηκε σχέση μεταξύ της επικράτησης των λύσεων με τις δημογραφικές παραμέτρους της ηλικίας και του φύλου, αλλά αντίθετα διαπιστώθηκε ευρεία ποικιλότητα σε αυτή τη σχέση μεταξύ θέσεων και εντός της ίδιας θέσης. Αντίθετα, ο συνδυασμός των νέων αναλυτικών μεθόδων έδωσε ικανοποιητικά κριτήρια για εισαγωγή στη βάση δεδομένων, εφαρμογή πρωτοκόλλων, δόμηση του ιστοπαθολογικού μορφότυπου της πορώδους υπερόστωσης και των cribra orbitalia για αξιόπιστη διαφορική διάγνωση κυρίως μείζονων νοσολογικών ομάδων αλλά σπανιότερα συγκεκριμένου νοσήματος. Σε πολύ μικρό αριθμό δειγμάτων διαγνώσθηκαν λύσεις αναιμικών επεισοδίων, κυρίως ήπιου βαθμού και σε στάδιο οργανωμένης επουλωτικής διαδικασίας. Τα ίδια κλινικά ιστολογικά ευρήματα αναγνωρίσθηκαν και σε δείγματα με λύσεις σκορβούτου σε ήπιο βαθμό επούλωσης. Το ποσοστό των εξωκρανιακών λύσεων που αναγνωρίσθηκαν ως χαρακτηριστικά κρανιακής περιοστίτιδας και των ενδοκρανιακών λύσεων ως υπολείμματτα άτυπων μολύνσεων, μηνιγγίτιδας, λεπτομηνιγγίτιδας και παχυμηνιγγίτιδας, φυματιώδους μηνιγγίτιδας, αιμορραγικών επεισοδίων που προκαλούνται από εντοπισμένα τραύματα, επισκληρίδιο και υποσκληρίδιο αιμάτωμα ή σκορβούτο καθώς και οι μικτές μορφές φλεγμονής-αιμορραγίας ή αιμορραγίας-φλεγμονής συνθέτουν την κλινική εικόνα και την διαφορική διάγνωση της πορώδους υπερόστωσης, των cribra orbitalia και των ενδοκρανιακών λύσεων που συνεκτιμώνται ως μορφολογικά χαρακτηριστικά πολυπαραγοντικής αιτιοπαθογένειας. Η ιστολογική ανάλυση διέγνωσε σαφείς διαγενετικές λύσεις σε μεγάλο αριθμό δειγμάτων που μακροσκοπικά είχαν αναγνωσθεί ως παθολογία. Η στατιστική ανάλυση επεξεργασμένων στοιχείων με κατηγορικές μεταβλητές έδειξε σημαντική σχέση της επικράτησης των λύσεων και του φυσικού περιβάλλοντος αλλά ο αιτιακός χαρακτήρας δεν αποδεικνύεται per se. Επιπλέον, το επιδημιολογικό προφίλ της πορώδους υπερόστωσης και των cribra orbitalia με τις συνοδές ενδοκρανιακές οστεολύσεις δεν τεκμηριώνεται δεδομένων και των γενετικών και βιοαρχαιολογικών ευρημάτων που σαφώς δείχνουν πληθυσμιακές μετακινήσεις και ανακατατάξεις του δημογραφικού προφίλ των ομάδων. Ο σημαντικός αριθμός δειγμάτων που αναπτύσσουν οστεολύσεις φλεγμονώδους αιτιολογίας σε όλες τις προϊστορικές περιόδους υποστηρίζει ένα ευρύ φάσμα συλλειτουργίας κοινωνικο-οικολογικών και βιοπεριβαλλοντικών συνιστωσών. Στην ερμηνευτική σύνθεση πρέπει να ενσωματωθούν οι πρόσφατες έρευνες που έχουν τεκμηριώσει το γενετικό υπόβαθρο και τον πολυμορφισμό της σιδηροπενικής και μεγαλοβλαστικής αναιμίας και του σκορβούτου, πέρα από την ταύτισή τους ως διατροφικά νοσήματα, καθώς και της αναιμίας της φλεγμονής. Άλλες κατηγορίες αναιμιών, με ή άνευ υπερπλασίας διπλόης και μυελού, όπως γενετικές, αυτοάνοσες, σιδηροβλαστικές, αιμολυτικές, μεγαλοβλαστική αναιμία, αναιμία σχετιζόμενη με χρόνια λευχαιμία, αναιμία από χρόνια καρδιακά νοσήματα, αναιμία από δηλητηρίαση με μόλυβδο, ιδιοπαθείς αναιμίες μη διευκρινήσιμης αιτίας και άνευ δυσλειτουργίας στην ερυθροποιητική διαδικασία πιθανά προσέβαλαν κάποια άτομα. Νέες μοριακές αναλύσεις για τη θαλασσαιμία και μεσογειακή αναιμία καθώς και βιοχημικές αναλύσεις για ανίχνευση ανοσολογικών πρωτεϊνών αναιμίας και σκορβούτου, εξετάσεις που ήδη έχουν με επιτυχία εφαρμοσθεί σε παθολογία αρχαίου οστού, παρέχουν ακριβή διάγνωση. Περαιτέρω, η εφαρμογή σε μακροσκοπικό επίπεδο, φασματοσκοπικών μεθόδων για την ποσοτικοποίηση της πορότητας και τη σημειακή στοιχειοθετική ανάλυση παθολογικού οστού θα συνεισφέρει στη δόμηση βάσης δεδομένων με επεξεργασία μεταβλητών από όλα τα αναλυτικά επίπεδα και στην εντατικοποίηση της έρευνας στη διαγένεση, ένα νέο πεδίο στην παλαιοπαθολογία.