Η μυϊκή ανισορροπία εμφανίζεται όταν οι μυϊκές ομάδες (αντίθετες, αγωνιστές – ανταγωνιστές) κινούν την άρθρωση σε διαφορετικές κατευθύνσεις, έχοντας ένα μη φυσιολογικό εύρος τροχιάς της κίνησης, η οποία μπορεί να συνοδεύεται είτε από σχετικά μειωμένη σταθερότητα της άρθρωσης, είτε το αντίθετο (υπερβολικά «σκληρή» άρθρωση). Πρώτος σκοπός της συγκεκριμένης έρευνας ήταν να εξετάσει την ύπαρξη προτύπων μυϊκών ανισορροπιών ως προς τη δύναμη, την διατατικότητα και την αντοχή στον γενικό πληθυσμό χρησιμοποιώντας τεστ πεδίου. Δεύτερον, το κατά πόσο η ανίχνευση ανισορροπιών με δοκιμασίες πεδίου είναι έγκυρη σε σχέση με εργαστηριακές μετρήσεις. Τέλος, εξετάστηκε εάν η εφαρμογή ενός κατάλληλου προγράμματος άσκησης, θα επιφέρει βελτίωση σε άτομα που εμφανίζουν μυϊκές ανισορροπίες. Η συνολική έρευνα χωρίστηκε σε τρεις υπο-έρευνες. Στην πρώτη έρευνα χρησιμοποιήθηκαν απλές δοκιμασίες πεδίου για την ανεύρεση τυχόν μυϊκών ανισορροπιών σε γενικό πληθυσμό. 169 άτομα (69 άνδρες και 67 γυναίκες) πήραν μέρος στην έρευνα, πραγματοποιώντας 8 τεστ για την μέτρηση της δύναμης και της διατατικότητας τεσσάρων μυών της λεκάνης (τετρακέφαλος, πολυσχιδής, εγκάρσιος κοιλιακός, οπίσθιοι μηριαίοι). Για τη στατιστική ανάλυση αρχικά χρησιμοποιήθηκε ανάλυση συχνοτήτων ώστε να μελετηθεί η κατανομή των σκορ στο μετρούμενο δείγμα και να γίνει ομαδοποίηση του δείγματος με βάση κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Σε δεύτερη φάση, εφαρμόστηκε ανάλυση K-means cluster analysis χρησιμοποιώντας διάφορους συνδυασμούς των μεταβλητών ώστε το δείγμα να διακριθεί σε επιμέρους διακριτές ομάδες. Η ανάλυση έδειξε ότι το δείγμα θα μπορούσε να διαχωριστεί σε 2 διακριτές υπο-ομάδες με κριτήρια το σκορ σύσπασης του εγκάρσιου και της αντοχής του πολυσχιδή μυός. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν ότι τα δύο γκρουπ διέφεραν στατιστικά σημαντικά μεταξύ τους σε κάθε ένα από τα δυο σκορ (p<0.05). Συμπερασματικά βρέθηκε ότι χρήση των δοκιμασιών πεδίου θα επιτρέψει την ανίχνευση μυϊκών ανισορροπιών και στον γενικό πληθυσμό. Στην δεύτερη έρευνα έγινε σύγκριση του πάχους με US ανάμεσα σε δύο ομάδες ατόμων οι οποίες διέφεραν ως προς στη δύναμη και αντοχή των αδρών μυών της λεκάνης και του κορμού με βάση δοκιμασίες πεδίου που παρουσιάστηκαν στην πρώτη εργασία. Είκοσι (20) άτομα πήραν μέρος στην έρευνα εκ των οποίων δέκα (10) άτομα (ηλικία 28.2±7.8 έτη) ανήκαν στην ομάδα με χαμηλή επίδοση δύναμης και αντοχής και δέκα (10) άτομα (ηλικία 28.9±13.8 έτη) με υψηλή επίδοση στα ίδια τεστ. Μετρήθηκε το πάχος του εγκάρσιου κοιλιακού (TRA), πολυσχιδή της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης (LM), του δικέφαλου μηριαίου (BF) και του έξω πλατύ (VL) κατά την ηρεμία και στην σύσπαση με US απεικονίσεις. Πραγματοποιήθηκε στατιστική ανάλυση με χρήση T-test ανεξάρτητων δειγμάτων (Independent Samples T-test), όπου συγκρίθηκε η τιμή του πάχους στην ηρεμία, στη σύσπαση και ο λόγος σύσπασης προς ηρεμία, για κάθε μυ ξεχωριστά. Τα αποτελέσματα έδειξαν στατιστικά σημαντική διαφορά στους ΜΟ όλων των τιμών στην ομάδα «υψηλής επίδοσης», στο πάχος του TRA ,LM και VL και στην ηρεμία και στην σύσπαση (p< 0.05), ενώ στον BF δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά στους ΜΟ του πάχους ανάμεσα στις δύο ομάδες (p>0.05). Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι αυτές οι δοκιμασίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κατηγοριοποίηση ενός ασκούμενου ως «δυνατό» ή «αδύναμο» και επομένως να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία θέσπισης εξατομικευμένων στόχων ενός προγράμματος άσκησης για το κορμό και τη λεκάνη. Τέλος στη τρίτη έρευνα εξετάστηκε η επίδραση ενός προγράμματος παρέμβασης στην ατροφία και την ενεργοποίηση επιλεγμένων μυών του συμπλέγματος ισχίου- σπονδυλικής στήλης και λεκάνης σε άτομα με χαμηλά επίπεδα δύναμης των μυών του «πυρήνα». Είκοσι 20 άτομα χωρίστηκαν σε δυο ομάδες: την ομάδα ελέγχου (Ν = 10, ηλικία 30.0±10.3 έτη) και την ομάδα παρέμβασης (Ν =10, ηλικία 28.9±13.8 έτη). Η ομάδα παρέμβασης ακολούθησε ένα πρόγραμμα ενδυνάμωσης-ενεργοποίησης των μυών του «πυρήνα», για διάστημα 5 εβδομάδων ενώ η ομάδα ελέγχου ακολουθούσε ένα απλό πρόγραμμα γενικής γυμναστικής. Μετρήθηκε το πάχος του εγκάρσιου κοιλιακού (TRA) και του πολυσχιδή (LM) χρησιμοποιώντας υπέρηχο, πριν και μετά την παρέμβαση. Ανάλυση διακύμανσης για εξαρτημένα δείγματα έδειξε ότι η ομάδα παρέμβασης αύξησε στατιστικά σημαντικά (p<0.05) το πάχος του TRA (κατά τη σύσπαση και τον λόγο σύσπασης) και του LM (σε όλες τις συνθήκες). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα άσκησης με βάση την αρχική αξιολόγηση των μυϊκών ανισορροπιών οδήγησε σε καλύτερη υπερτροφία των μυών του πυρήνα σε σχέση με ένα γενικό πρόγραμμα γυμναστικής. Το γενικό συμπέρασμα δείχνει ότι τα λειτουργικά τεστ για ανίχνευση μυϊκών ανισορροπιών στους αδρούς μύες της λεκάνης, αφορούν μόνο τους μύες του «πυρήνα». Η μέτρηση της αλλαγής του πάχους στους μύες αυτούς, με υπερηχοτομογραφικές απεικονίσεις, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την σύγκριση δύο διαφορετικών ομάδων, στη δύναμη κι αντοχή τους. Τέλος οι ασκήσεις των μυών του «πυρήνα» βοηθούν στην αύξηση του πάχους αυτών των μυών και συνεπώς θα πρέπει να ενσωματωθούν σε όλα τα προγράμματα εκγύμνασης.