Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν να συγκρίνει τα ανατομικά και λειτουργικά αποτελέσματα του ranibizumab έναντι του aflibercept σε ασθενείς με διαβητικό οίδημα ωχράς σε μακροχρόνια περίοδο παρακολούθησης και να αξιολογήσει παράγοντες που σχετίζονται με το οπτικό αποτέλεσμα σε πολυμεταβλητό μοντέλο. Υλικό και μέθοδος: Συμμετέχοντες σε αυτήν την προοπτική μελέτη ήταν 112 ασθενείς με διαβητικό οίδημα ωχράς, που έλαβαν ενδοϋαλοειδική θεραπεία είτε με ranibizumab (n=54) είτε με aflibercept (n=58). Τα δημογραφικά δεδομένα των ασθενών, η οπτική οξύτητα και χαρακτηριστικά από την οπτική τομογραφία συνοχής αξιολογήθηκαν κατά τη διάγνωση του οιδήματος και στους μήνες 1, 2, 3, 6, 12 και 18 μετά τη θεραπεία, ώστε να γίνει σύγκριση των δύο αντι-αγγειογενετικών παραγόντων. Επιπλέον, τελέστηκε πολυμεταβλητή ανάλυση, για να καθοριστούν οι παράγοντες που επηρεάζουν το οπτικό αποτέλεσμα. Αποτελέσματα: Κατά τον μήνα 18, η μέση οπτική οξύτητα των οφθαλμών που είχαν λάβει ranibizumab αυξήθηκε κατά 7.9 γράμματα σε σύγκριση με 6.9 γράμματα σε αυτούς που έλαβαν aflibercept, με μεγαλύτερο αριθμό εγχύσεων στην ομάδα του ranibizumab (9.2±2.3 vs. 7.6±2.1 εγχύσεις στην ομάδα του ranibizumab και aflibercept αντίστοιχα, p=0.0002). Η διαφορά στην οπτική οξύτητα και στο κεντρικό πάχος του αμφιβληστροειδούς δεν διέφερε ανάμεσα στις δύο ομάδες τον μήνα 18. Παράγοντες, που βρέθηκε να σχετίζονται με χαμηλή οπτική οξύτητα, ήταν η αυξημένη ηλικία, το αυξημένο πάχος του αμφιβληστροειδούς, η διαταραγμένη ελλειψοειδής ζώνη και τα υψηλά επίπεδα HbA1c ≥7.5%.Συμπεράσματα: Οι δύο αντι-αγγειονετικοί παράγοντες, ranibizumab και aflibercept, παρουσιάζουν παρόμοια ανατομικά και λειτουργικά αποτελέσματα σε ασθενείς με διαβητικό οίδημα ωχράς σε περίοδο παρακολούθησης 18 μηνών. Είναι σημαντικό να μελετώνται και να καθορίζονται παράγοντες, που επηρεάζουν την οπτική οξύτητα, για την εξατομίκευση της θεραπείας.