Η μελέτη αυτή αποτελείται από μια πειραματική έρευνα και από μια έρευνα πεδίου. Οσκοπός των μελετών ήταν η διερεύνηση της σχέσης του πόνου με τη διάσχιση. Κυριότεροι σκοποίτης πειραματικής μελέτης ήταν (α) η διερεύνηση της πιθανότητας η διάσχιση να προκύπτει ως“αντίδραση” στον οξύ σωματικό πόνο, (β) η διερεύνηση ποιου τύπου διάσχισης κυρίως σχετίζεταιμε τον οξύ πόνο και της σχέσης της με το βίωμα του πόνου (σε επίπεδο έντασης, αντοχής καιψυχοφυσιολογικής διέγερσης), καθώς και (γ) πως η πιθανή προΰπαρξη διασχιστικών συμπτωμάτωνμπορεί να επιδρά στην εμπειρία του πόνου. Συνολικά συμμετείχαν 53 άτομα, προπτυχιακοίφοιτητές του Τμήματος Ψυχολογίας (47 γυναίκες και έξι άνδρες). O Μ.Ο. της ηλικίας τους ήταν τα20.91 έτη (T.A.= 1.43). Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν στην ομάδα διάσχισης (ΟΔ) στους οποίουςέγινε πρόκληση διασχιστικών συμπτωμάτων πριν την έκθεση στον πόνο και την ομάδα ελέγχου(ΟΕ). Ο πόνος προκλήθηκε μέσω της Δοκιμασίας Ψυχρής Πίεσης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οισυμμετέχοντες ανέπτυξαν κυρίως συμπτώματα σωματόμορφης περιτραυματικής διάσχισης ως“αντίδραση” στον πόνο. Οι συμμετέχοντες στην ΟΕ είχαν μεγαλύτερη αντοχή στον πόνο και μησημαντική αύξηση του καρδιακού ρυθμού τους, ωστόσο οι συμμετέχοντες στην ΟΔ εμφάνισανμειωμένη αντοχή και αυξημένη ένταση πόνου, περαιτέρω ανάπτυξη διασχιστικών συμπτωμάτωνενώ η διάσχιση σχετιζόταν με χαμηλότερη ψυχοφυσιολογική διέγερση. Κυριότερος σκοπός της μελέτης πεδίου ήταν η διερεύνηση της πιθανότητας τα συμπτώματαδιάσχισης να σχετίζονται κυρίως με τον χρόνιο πόνο ή το χρόνιο νόσημα και η πιθανή επίδραση τηςδιάσχισης στο βίωμα του πόνου (ένταση, παρεμβολή) και τις λοιπές μεταβλητές προσαρμογής στονχρόνιο πόνο. Στη μελέτη συμμετείχαν 284 άτομα (174 γυναίκες και 110 άνδρες). Εξ’ αυτών οι 161ήταν ασθενείς με χρόνιο νόσημα που συνοδεύεται από χρόνιο πόνο, με Μ.Ο. ηλικίας τα 53.51 έτη(Τ.Α.=12.40), ενώ οι 123 ήταν ασθενείς με χρόνιο νόσημα χωρίς πόνο με Μ.Ο. ηλικίας τα 60.57 έτη(Τ.Α.= 13.06). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι ασθενείς με χρόνιο πόνο είχαν περισσότερασυμπτώματα διάσχισης από τους ασθενείς με χρόνιο νόσημα χωρίς χρόνιο πόνο. Ωστόσο και οι δύο ομάδες ασθενών, όσο περισσότερα συμπτώματα διάσχισης βίωναν τόσο αυξανόταν και η έντασητου πόνου τους, ενώ για τους ασθενείς με χρόνιο πόνο η σχέση αυτή παρατηρήθηκε και για τηνπαρεμβολή του πόνου. Επιπλέον, φάνηκε ότι η διάσχιση και στις δύο ομάδες ασθενών σχετίζεται μεχειρότερη προσαρμογή στο νόσημα χωρίς όμως να προκύπτει ότι η διάσχιση μεσολαβούσε τησχέση μεταξύ μεταβλητών προσαρμογής και πόνου. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα των δύο μελετών καταδεικνύουν τη στενή σχέση τηςσωματόμορφης περιτραυματικής διάσχισης με τον πόνο. Στον οξύ πόνο τα διασχιστικάσυμπτώματα μπορεί να αποτελούν μια κοινή, μη παθολογική, “αυτόματη” αντίδραση τουοργανισμού. Ωστόσο, τόσο σε περιστάσεις που τα διασχιστικά συμπτώματα προηγούνται του οξέοςπόνου, όσο και στον χρόνιο πόνο, τα διασχιστικά συμπτώματα μπορεί να λειτουργήσουνεπιβαρυντικά στην εμπειρία του πόνου και στην προσαρμογή στο νόσημα. Έτσι, καθίσταταισημαντική η αξιολόγηση ύπαρξης διασχιστικών συμπτωμάτων σε κάθε περίπτωση που οι ασθενείςβιώνουν πόνο, αλλά και η συμπερίληψη στρατηγικών διαχείρισης των διασχιστικών συμπτωμάτωνστα διάφορα πρωτόκολλα διαχείρισης του πόνου.