Η εργασία αυτή είχε ως βασικούς στόχους α) να διερευνήσει τις αλλαγές που υφίσταται η αυτοαντίληψη κατά την περίοδο της μετάβασης των παιδιών από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο και β) να αναλύσει τη σχέση μεταξύ αυτοαντίληψης και προσαρμογής των μαθητών στο περιβάλλον της Α΄ τάξης του δημοτικού σχολείου. Για την επίτευξη των στόχων αυτών εκπονήθηκε ένα διαχρονικό ερευνητικό σχέδιο το οποίο πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια δύο σχολικών ετών. Το πρώτο έτος έλαβαν μέρος στην έρευνα 367 παιδιά από τα οποία τα 336 έλαβαν μέρος και το δεύτερο έτος. Το πρώτο έτος διεξαγωγής της έρευνας, όταν τα παιδιά που συμμετείχαν στην έρευνα φοιτούσαν στο νηπιαγωγείο, αξιολογήθηκαν τα χαρακτηριστικά της αυτοαντίληψής τους. Το επόμενο έτος, όταν τα παιδιά φοιτούσαν στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου, αξιολογήθηκε ο βαθμός στον οποίο τα παιδιά προσαρμόστηκαν στο περιβάλλον της δημοτικής εκπαίδευσης και αξιολογήθηκαν, για δεύτερη φορά, τα χαρακτηριστικά της αυτοαντίληψής τους. Όλες οι μετρήσεις της έρευνας πραγματοποιήθηκαν με ατομική εξέταση των παιδιών στο χώρο του σχολείου τους, κατόπιν αδείας που μας χορηγήθηκε από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Οι πληροφορίες από τους γονείς και τους δασκάλους των παιδιών συγκεντρώθηκαν με ερωτηματολόγια. Από την ανάλυση των δεδομένων φάνηκε ότι η αυτοαντίληψη των παιδιών είναι πολυδιάστατη και χαρακτηρίζεται από έντονα θετικό σθένος, το οποίο υφίσταται μείωση κατά την περίοδο της μετάβασης των παιδιών από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό σχολείο. Από την ανάλυση των διαδρομών, η οποία εφαρμόστηκε προκειμένου να διερευνηθούν οι σχέσεις μεταξύ αυτοαντίληψης και σχολικής προσαρμογής, φάνηκε ότι η αυτοαντίληψη αποτελεί παράγοντα που διευκολύνει την προσαρμογή των παιδιών στο σχολικό περιβάλλον. Επίσης, από την ίδια ανάλυση φάνηκε ότι η αυτοαντίληψη δέχεται σημαντικές επιδράσεις από τους παράγοντες που προσδιορίζουν την προσαρμογή των μαθητών στο σχολικό περιβάλλον. Γενικά, από την ανάλυση διαδρομών φάνηκε ότι η διαμόρφωση και η λειτουργία της αυτοαντίληψης συγκροτούν ένα αλληλεπιδραστικό πρότυπο, σύμφωνα με το οποίο η αυτοαντίληψη λειτουργεί ως παράγοντας που προσδιορίζει τη συμπεριφορά και τη δράση του ατόμου και ταυτόχρονα διαμορφώνεται από τις εμπειρίες που αποκομίζει το άτομο από την κοινωνική του αλληλεπίδραση.