Σκοπός της μελέτης. Σκοπός της μελέτης ήταν να συγκρίνει την ιωδιούχο ποβιδόνη 10% και τον σουλφαδιαζινικό άργυρο 1%, όσον αφορά το βαθμό επιθηλιοποίησης, την πρόληψη των επιμολύνσεων, τις οργανικές επιπτώσεις εφαρμογής τους, καθώς και την ένταση του πόνου κατά την εφαρμογή τους σε παιδιατρικούς εγκαυματικούς ασθενείς. Πληθυσμός και μέθοδος. Το δείγμα αποτελέσαν 48 παιδιά ηλικίας έως 24 μηνών που εισήχθησαν για έγκαυμα μερικού πάχους από επαφή με θερμική πηγή ή καυτά υγρά. Κάθε παιδί που εκπλήρωνε τα κριτήρια εισόδου κατανεμόταν με τη μέθοδο της τυχαίας δειγματοληψίας α) στην ομάδα που εφαρμοζόταν το πρωτόκολλο θεραπείας για την ιωδιούχο ποβιδόνη 10% (Betadine), ή β) στην ομάδα που εφαρμοζόταν το πρωτόκολλο θεραπείας για το σουλφαδιαζινικό άργυρο 1% (Flamazine). Κατά την εισαγωγή καταγράφονταν δημογραφικά στοιχεία που αφορούσαν τη βαρύτητα του εγκαύματος και τις συνθήκες του συμβάντος. Την ώρα εισαγωγής (0) καθώς και τις ημέρες 1, 4, 7, 10, 14, 21, 30 καθώς και στους 3 ½ και 6½ μήνες: α) πραγματοποιούταν επισκόπηση της εγκαυματικής επιφάνειας και καταγραφή χρησιμοποιώντας κλίμακα από το 1-5 από δύο ανεξάρτητους παρατηρητές όσον αφορά την επιθηλιοποίηση, μόλυνση και επούλωση του τραύματος και β) λαμβάνονταν εργαστηριακές εξετάσεις (γενική αίματος, βιοχημικές και θυρεοειδικές εξετάσεις, ανοσοσφαιρίνες και συμπλήρωμα, γενική ούρων, καλλιέργειες εγκαυματικής επιφάνειας). Σε κάθε αλλαγή τραύματος και 3 ώρες μετά αξιολογούταν η ένταση του πόνου του παιδιού με τη βοήθεια της κλίμακας μέτρησης πόνου POCIS από τον ερευνητή-νοσηλευτή. Αποτελέσματα. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 17,3 μήνες (±5,8 μήνες). Στο 54,2% των παιδιών (Ν=26) χρησιμοποιήθηκε ως τοπική θεραπεία Flamazine και στο υπόλοιπο 45,8% Betadine (Ν=22). Τα κυριότερα μικρόβια που εντοπίστηκαν στις καλλιέργειες εγκαυματικής επιφάνειας και στις δύο ομάδες ήταν ο staph. aureus (8,6%), ο enterococcus faecalis (3,9%), streptococcus sp (1,2%), το enterobacter cloacae (1,2%) και η escherichia coli (1,2%) οι διαφορές όμως μεταξύ των δύο ομάδων δεν υπήρξαν στατιστικά σημαντικές (p=0,100). Όσον αφορά τις καλλιέργειες αίματος στο 40% των περιπτώσεων στην ομάδα της ιωδιούχου ποβιδόνης υπήρξαν θετικές, σε αντίθεση με την ομάδα του σουλφαδιαζινικού αργύρου όπου καμία δε βρέθηκε θετική. Δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στις ημέρες νοσηλείας μεταξύ των δύο ομάδων (12±6,1 ημέρες για την ομάδα ιωδιούχου ποβιδόνης και 13,7±8,8 ημέρες για την ομάδα σουλφαδιαζινικού αργύρου, p=0,453). Οι παράμετροι «οίδημα», «εκκρίσεις», «δυσοσμία», «κνησμός», «ερυθρότητα» και «φυσαλίδες» βρέθηκαν να συσχετίζονται ανεξάρτητα μόνο με το βάθος του εγκαύματος (p<0,001). Όσον αφορά την παράμετρο «επιθηλιοποίηση» βρέθηκε ότι το βάθος του εγκαύματος μπορεί να μειώσει το ρυθμό επιθηλιοποίησης (p<0,001), ενώ οι παράμετροι «ποιότητα κοκκιώδους ιστού» και «ουλώδης ιστός» ουσιαστικά δε βρέθηκε να επηρεάζονται από το βάθος και την έκταση του εγκαύματος (p=0,651 και p=0,649 αντίστοιχα) . Επιπλέον, ο βαθμός επιθηλιοποίησης των παιδιών με επιπολής εγκαύματα ήταν σημαντικά χαμηλότερος στην ομάδα Betadine σε σύγκριση με την ομάδα Flamazine (p=0,022). Αντίθετα, ο βαθμός επιθηλιοποίησης των παιδιών με εν τω βάθει 2ου βαθμού εγκαύματα δεν διέφερε σημαντικά μεταξύ των 2 ομάδων (p=0,783). Δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων στο σκορ έντασης του πόνου τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά την εφαρμογή (p=0,230). Σχετικά με τα αποτελέσματα των μονομεταβλητών αναλύσεων έχοντας σαν εξαρτημένες μεταβλητές τις εργαστηριακές εξετάσεις και σαν ανεξάρτητη την ομάδα θεραπείας οι παράμετροι που βρέθηκαν να είναι σημαντικά διαφορετικές μεταξύ των δύο ομάδων ήταν τα λευκά αιμοσφαίρια (p<0,001), τα αιμοπετάλια (p=0,035), οι τρανσαμινάσες (p=0,01 και p< 0,001 αντίστοιχα) και η Τ4 (p=0,025). Αντιθέτως, το βάθος του εγκαύματος φαίνεται να παίζει ρόλο στις τιμές των λευκών (p=0,008) και των ερυθρών αιμοσφαιρίων (p=0,030). Όσον αφορά την πορεία των εργαστηριακών μετρήσεων συνολικά στο χρόνο υπήρξε μείωση των λευκών (p=0,002), η οποία όμως δεν ήταν σημαντικά διαφορετική μεταξύ των ομάδων (p>0,05). Όσον αφορά τις τιμές των τρανσαμινασών και της γGT συνολικά στο χρόνο υπάρχει σημαντική μεταβολή μόνο της SGΟT (p=0,050), η οποία όμως δεν είναι σημαντικά διαφορετική μεταξύ των ομάδων (p>0,05). Συνολικά στο χρόνο δεν παρατηρείται σημαντική μεταβολή των ολικών λευκωμάτων (p=0,203), όμως η μεταβολή τους βρέθηκε να είναι σημαντικά διαφορετική μεταξύ των ομάδων (p=0,047). Οι τιμές των Τ3, Τ4 δεν παρουσίασαν σημαντική μεταβολή κατά τη διάρκεια των μελετώμενων ημερών, με εξαίρεση την TSH της οποίας η μεταβολή στο χρόνο υπήρξε σημαντική (p=0,011) όχι όμως και μεταξύ των ομάδων (p>0,05). Στο χρόνο σημειώθηκε σημαντική μεταβολή του IgG (p=0,006) και του IgM (p=0,006), ενώ δεν παρατηρήθηκε σημαντική μεταβολή του IgA (p=0,178). Οι μεταβολές αυτές δε βρέθηκαν να είναι σημαντικά διαφορετικές μεταξύ των ομάδων (p>0,05). Τέλος, δε βρέθηκε σημαντική διαφορά στις γενικές εξετάσεις ούρων των παιδιών μεταξύ των δύο ομάδων. Επιπλέον οι τιμές ουρίας και κρεατινίνης του ορού δεν σημείωσαν σημαντική μεταβολή ούτε συνολικά κατά τη διάρκεια της μελέτης, ούτε μεταξύ των δύο ομάδων (p=0,369 και p=0,187 αντίστοιχα). Συμπεράσματα. Σε παιδιά με μέτριας βαρύτητας εγκαύματα, όπου η διάρκεια έκθεσης στους μελετώμενους παράγοντες είναι περιορισμένη, η εφαρμογή των μελετώμενων τοπικών αντιμικροβιακών ουσιών είναι ασφαλής. Η χρήση του σουλφαδιαζινικού αργύρου φαίνεται να υπερέχει όσον αφορά τις αντιμικροβιακές του ιδιότητες και το ρυθμό επιθηλιοποίησης του εγκαυματικού τραύματος σε παιδιατρικούς εγκαυματικούς ασθενείς.