Η παρούσα έρευνα εστίασε στα συμπεριφοριστικά πρότυπα των δραστών με στόχο να προτείνει μέτρα πρωτογενούς με τη μορφή της περιστασιακής πρόληψης, αφού πρωτίστως μελέτησε τα προγράμματα πρωτογενούς πρόληψης που ήδη εφαρμόζονται στην Ελλάδα και αξιολόγησε την αποτελεσματικότητα αυτών.Στη διερεύνηση της αποτελεσματικότητας του πρωτογενή τομέα πρόληψης και των απόψεων επαγγελματιών για την περιστασιακή πρόληψη, έλαβαν μέρος 84 επαγγελματίες από φορείς παιδικής προστασίας. Τα ευρήματα ανέδειξαν ότι η πρωτογενής πρόληψη στην Ελλάδα είναι ανύπαρκτη, ενώ διαφαίνεται και η φτωχή ενημέρωση τους για τους σκοπούς της πρωτογενούς και της περιστασιακής πρόληψης. Εμφανής είναι και η ελλιπής συνεχή επιμόρφωση των επαγγελματιών, ενώ οι απόψεις τους σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής των προγραμμάτων εκμάθησης τεχνικών αντίστασης σε ανήλικους, έρχονται σε αντίφαση με τα ευρήματα αντίστοιχων κλινικών ερευνών. Ωστόσο, τάσσονται ευνοϊκά στην περιστασιακή πρόληψη θεωρώντας πως η έννοια της ευκαιρίας αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την τέλεση του εγκλήματος, χωρίς όμως να ακυρώνουν τα προγράμματα ευαισθητοποίησης της ευρύτερης κοινότητας, υποστηρίζοντας έτσι την πολυεπίπεδη παρέμβαση. Στη διερεύνηση των συμπεριφοριστικών προτύπων των εξωοικογενειακών δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων, έλαβαν μέρος 25 δράστες που έχουν κακοποιήσει σεξουαλικώς τουλάχιστον έναν ανήλικο. Από τα ευρήματα συμπεραίνεται ότι οι δράστες δεν επιδεικνύουν πολλαπλές παραφιλίες αλλά αντιμετωπίζουν προβλήματα σεξουαλικής φύσεως, ενώ κανείς δεν έχει υποστεί σεξουαλική κακοποίηση ως ανήλικος. Το προηγούμενο ποινικό τους μητρώο δεν περιλαμβάνει κυρίως αδικήματα σεξουαλικής φύσης ενώ δεν εμφανίζεται συσχέτιση μεταξύ παιδικής πορνογραφίας και σεξουαλικής κακοποίησης, αλλά ούτε παιδοφιλίας και σεξουαλικής κακοποίησης αφού η πλειοψηφία των δραστών είναι ευκαιριακοί. Ως τόπο προσέγγισης και εγκλήματος επιλέγουν κατά βάση εξωτερικούς χώρους, ενώ οι μέθοδοι πειθούς, συναίνεσης και αποσιώπησης της πράξης στηρίζονται στο φόβο, την ενοχή των ανηλίκων και ενίοτε στη δωροδοκία τους. Σε πολλές περιπτώσεις η βία αξιοποιείται ως εργαλείο επίτευξης του σκοπού, ενώ η αντίσταση των ανηλίκων που εκδηλώνεται με φωνές ή κλωτσιές κλιμακώνει την αξιοποίηση βίας. Οι γνωσιακές διαστρεβλώσεις που αναδύθηκαν αξιοποιούνται μεν για την αιτιολόγηση των πράξεών τους, αλλά η πηγή και διαχείριση αυτών αναμένεται να διερευνηθούν σε μελλοντικές έρευνες.Λαμβάνοντας υπόψη τα συμπεριφοριστικά πρότυπα των δραστών προτείνονται παρεμβάσεις περιστασιακής πρόληψης η οποία εστιάζει στην καταστολή ευκαιριών, όπως η ενεργή παρουσία φύλακα και κατεδάφιση εγκαταλελειμμένων κτιρίων.