Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ο σύγχρονος εκπαιδευτικός είναι η ενεργός συμμετοχή «όλων» των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η ενεργός συμμετοχή αποτελεί συστατικό κομμάτι της μαθησιακής διαδικασίας, αλλά και δείκτης του κλίματος της τάξης και της γενικότερης ποιότητας της μάθησης. Ταυτόχρονα, για τον κάθε μαθητή, αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα της παρούσας, αλλά και της μελλοντικής του ακαδημαϊκής ταυτότητας. Παρά το γεγονός ότι στη διεθνή βιβλιογραφία τονίζεται η σπουδαιότητα της ενεργού συμμετοχής των μαθητών στη διαδικασία μάθησης, ολοένα και περισσότερο αυξάνονται οι μαθητές που απεμπλέκονται από τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες επιδεικνύοντας αδιαφορία ή ανεπιθύμητη συμπεριφορά. Η διεθνής εκπαιδευτική έρευνα επιβεβαιώνει την ανησυχητική αύξηση των μαθητών που απεμπλέκονται από τη μαθησιακή διαδικασία, συνδέοντάς την απεμπλοκή με την ακαδημαϊκή τους αποτυχία. Σε εθνικό επίπεδο, η εκπαιδευτική έρευνα εστιάζει στα ποσοστά απεμπλοκής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, χωρίς ωστόσο να δίνει τη δέουσα σημασία στους παράγοντες που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην μείωση της ενεργού συμμετοχής των μαθητών. Ταυτόχρονα παρατηρείται αξιοσημείωτο ερευνητικό κενό στην ποσοτική και κυρίως ποιοτική διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών όσον αφορά στην απεμπλοκή των μαθητών και στη συμβολή τους για την ενίσχυση της ενεργού συμμετοχής τους. Επιπλέον, οι απόψεις των εκπαιδευτικών πάνω σε αυτό το ζήτημα δεν έχουν διερευνηθεί σε καμιά εκπαιδευτική βαθμίδα, πόσο μάλλον στην προσχολική και πρωτοσχολική αγωγή, που μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο στην ακαδημαϊκή πορεία των μαθητών. Παράλληλα, στη διεθνή και εγχώρια βιβλιογραφία περιγράφονται ποικίλες εποικοδομιστικές στρατηγικές και πρακτικές διδασκαλίας που ενισχύουν την ενεργό συμμετοχή των μαθητών. Προβληματισμός υπάρχει, ωστόσο, στην ερευνητική κοινότητα, εάν οι συγκεκριμένες στρατηγικές και πρακτικές εφαρμόζονται από τους εκπαιδευτικούς με συστηματικό τρόπο, ώστε να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία μάθησης τόσο οι αυτο-παρωθούμενοι μαθητές, όσο και εκείνοι που για διάφορους λόγους απεμπλέκονται.Βάσει λοιπόν σύγχρονων ερευνητικών στοιχείων που καταδεικνύουν την κατεύθυνση προς την οποία πρέπει να κινηθούν οι ερευνητικές μελέτες, σχεδιάστηκε η παρούσα έρευνα, με σκοπό να διερευνηθούν οι απόψεις των εν ενεργεία εκπαιδευτικών προσχολικής και πρωτοσχολικής αγωγής, σχετικά με τις εκπαιδευτικές στρατηγικές / πρακτικές διδασκαλίας που οι ίδιοι εφαρμόζουν, στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τα επίπεδα ενεργού συμμετοχής των μαθητών τους. Η ημιδομημένη συνέντευξη ήταν η ερευνητική μέθοδος συλλογής δεδομένων που υιοθετήθηκε. Με βασικό γνώμονα, το μοντέλο λήψης και ανάλυσης των συνεντεύξεων της Creswell (2008) διαμορφώθηκε οδηγός συνέντευξης που περιελάμβανε πέντε ενότητες, στις οποίες διερευνούνταν οι απόψεις 95 εκπαιδευτικών σχετικά με α) τις εκφάνσεις ενεργού συμμετοχής (47 ερωτήματα), β) τις εκφάνσεις απεμπλοκής (25 ερωτήματα), γ) τους παράγοντες ενεργού συμμετοχής (47 ερωτήματα) δ) τις στρατηγικές και πρακτικές ενίσχυσης της ενεργού συμμετοχής (55 ερωτήματα) και ε) την αξιολόγηση της ενεργού συμμετοχής (11 ερωτήματα). Κάθε ενότητα περιείχε ερωτήματα ανοικτού και κλειστού τύπου (Σ = 198) επιτρέποντας στην ερευνήτρια να διερευνήσει σε βάθος τις απόψεις των εκπαιδευτικών. Όσον αφορά στο περιεχόμενο των ερωτήσεων, ο οδηγός περιελάμβανε ερωτήματα κοινωνικο-πολιτισμικού υποβάθρου, γνώσης, εμπειρίας, άποψης, συναισθηματικής κατάστασης και σφαιρικής εικόνας. Από την ποιοτική και ποσοτική ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν ότι, τόσο οι μαθητές που συμμετέχουν ενεργά, όσο και εκείνοι που απεμπλέκονται από τη διαδικασία μάθησης επιδεικνύουν ποικίλες συμπεριφοριστικές, συναισθηματικές και γνωστικές εκφάνσεις και μάλιστα, σε υψηλή συχνότητα. Οι εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν τη σπουδαιότητα των εποικοδομιστικών στρατηγικών και πρακτικών διδασκαλίας (συνεργατική μάθηση, καθοδηγούμενη ανακάλυψη, επίλυση προβλημάτων, διατύπωση ερωτημάτων κ.ά.), τις οποίες εφαρμόζουν σε διαφορετική συχνότητα, παρά την ελλιπή τους επιμόρφωση, έχοντας ως στόχευση την ενίσχυση της ενεργού συμμετοχής των μαθητών τους. Επιπλέον αναγνωρίζουν ότι οι παρωθητικές τους προσπάθειες εστιάζουν όχι μόνο στους αυτοπαρωθούμενους μαθητές, αλλά και στους μαθητές που απεμπλέκονται, προκειμένου όλοι οι μαθητές να διαμορφώσουν θετική στάση προς τη μάθηση, να αποκομίσουν οφέλη μάθησης, καθώς και να αναπτύξουν τις ικανότητές τους και την προσωπικότητά τους. Τα αποτελέσματα στο σύνολό τους μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι εν ενεργεία εκπαιδευτικοί αναγνωρίζουν τη συνθετότητα των συμπεριφοριστικών, συναισθηματικών και γνωστικών εκφάνσεων που οι σύγχρονοι μαθητές επιδεικνύουν και συνάμα, τονίζουν τις υψηλές ευθύνες που έχουν σε καθημερινή βάση, για να διαχειρισθούν ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων που συνδέονται με την ενεργό συμμετοχή των μαθητών, αλλά και την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, καταδεικνύουν τις επιμορφωτικές τους ανάγκες πάνω σε μαθητοκεντρικές στρατηγικές και πρακτικές διδασκαλίας, ώστε να διευκολυνθούν στο έργο τους.