Η σχολική αποτυχία είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο, στην εμφάνιση και εξάπλωση του οποίου συμβάλλουν πολλοί παράγοντες. Η παρούσα έρευνα σκοπό είχε να διερευνήσει τις απόψεις εκπαιδευτικών σχετικά με φαινόμενο της σχολικής αποτυχίας. Πιο συγκεκριμένα, οι επί μέρους στόχοι αυτής της έρευνας ήταν να εξεταστούν τα εξής: α) ο εννοιολογικός προσδιορισμός της σχολικής αποτυχίας, β) οι παράγοντες που εμπλέκονται στην εμφάνιση της σχολικής αποτυχίας, γ) οι παράγοντες που διευκολύνουν ή εμποδίζουν την αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας, δ) οι πρακτικές για την αντιμετώπιση της σχολικής αποτυχίας. Στην έρευνα, η οποία διεξήχθη με τη μέθοδο της ημιδομημένης συνέντευξης, συμμετείχαν πενήντα (50) εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης από τις περισσότερες Περιφέρειες δευτεροβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης της χώρας και των δύο φύλων και διαφορετικών επιπέδων σε όρους ετών προϋπηρεσίας. Από τις απαντήσεις των εκπαιδευτικών προέκυψε ότι δεν υπάρχει συμφωνία ως προς τον τρόπο ορισμού της σχολικής αποτυχίας. Επίσης, διαπιστώθηκε πως ο σημαντικότερος παράγοντας που επιδρά στη σχολική αποτυχία είναι ο οικογενειακός (προσδοκίες γονέων, κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο γονέων, γονεϊκό στυλ, συνθήκες λειτουργίας της οικογένειας). Ακολουθεί ο παράγοντας του σχολείου (εκπαιδευτικός και ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική) και τέλος οι ατομικοί παράγοντες (η προσωπικότητα του μαθητή, η ύπαρξη ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών, οι ψυχολογικοί, οι βιολογικοί και τα προβλήματα υγείας). Επίσης, βρέθηκε πως η ελλιπής κατάρτιση των εκπαιδευτικών, η απουσία μίας συνολικής πολιτικής για τη σχολική αποτυχία, καθώς και η σημερινή (κυρίως οικονομική) πραγματικότητα, δεν διευκολύνουν την αντιμετώπιση του φαινομένου της σχολικής αποτυχίας. Όσον αφορά στις προτάσεις αντιμετώπισης του φαινομένου της σχολικής αποτυχίας, οι εκπαιδευτικοί ανέφεραν πως απαιτείται συνολικός επανασχεδιασμός της εκπαιδευτικής πολιτικής για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της σχολικής αποτυχίας με έμφαση στην αναδιάρθρωση του τρόπου λειτουργίας των σχολείων και των αναλυτικών προγραμμάτων, στην εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, αλλά και στην καλύτερη συνεργασία γονέων και σχολείου / εκπαιδευτικών. Συνολικά, απαιτείται μία ολοκληρωμένη εκπαιδευτική πολιτική, που θα αποτελεί απόρροια ενός δημόσιου διαλόγου με όλους τους εμπλεκομένους στην εκπαίδευση φορείς (γονείς, διευθυντές σχολείων, μαθητές, εκπαιδευτικοί, εμπειρογνώμονες από ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα), αλλά και μελέτης των διεθνών πρακτικών, προσαρμοσμένη στο πλαίσιο της ελληνικής σημερινής πραγματικότητας. Ωστόσο, χρειάζεται περαιτέρω έρευνα σε αυτό το πεδίο σε αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη και με τη χρήση και άλλων μεθοδολογικών εργαλείων, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα τα οποία θα είναι περισσότερο ακριβή, αξιόπιστα και έγκυρα.