Οι κεντρικές τράπεζες παγκοσμίως έχουν ως κύρια αρμοδιότητα την εποπτεία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών. Για την αποδοτικότερη επίτευξη του σκοπού της εποπτείας, οι κεντρικές τράπεζες ελέγχουν την εφαρμογή της νομοθεσίας, η οποία αφορά στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και επιπλέον είναι επιφορτισμένες με το καθήκον να σχεδιάζουν, να υλοποιούν και να παρακολουθούν την όσο το δυνατόν πιστότερη εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου με απώτερο σκοπό την εύρυθμη λειτουργία και τη σταθερότητα του συστήματος. Εκτός από τις υπόλοιπες μεθόδους που έχουν στην εργαλειοθήκη τους οι ρυθμιστικές αρχές ,υπάρχει και η χρήση των εσωτερικών υποδειγμάτων, ως βάση για τη μέτρηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων κάθε τράπεζας, οι οποίες απορρέουν από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των τραπεζών. Η ανάπτυξη αυτών των εσωτερικών μοντέλων υπόκειται σε αυστηρά ποσοτικά και ποιοτικά πρότυπα, όπως αυτά ορίζονται από τις κεντρικές τράπεζες. Ο λόγος για τον οποίον οι εποπτικές αρχές προσπαθούν να επιβάλλουν τη χρήση μοντέλων μέτρησης κινδύνων είναι η αποφυγή μιας μελλοντικής μαζικής διαρροής καταθέσεων από τις τράπεζες (“bank run”), γεγονός το οποίο θα απέβαινε καταστροφικό και θα απειλούσε τη σταθερότητα συνολικά του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Προκειμένου να μετριασθεί αυτός ο κίνδυνος είναι επιβεβλημένο από κάθε τράπεζα να διατηρεί διαρκώς διαφορετικά αλλά σταθερά επίπεδα αποθεματικών για διαφορετικές μορφές τραπεζικών καταθέσεων.Η Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία ( στην Ευρώπη) και το Federal Deposit Insurance Corporation (στις ΗΠΑ) έχουν ως βασικό σκοπό τη προώθηση της ασφάλειας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων , συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών. Η επίτευξη αυτού του στόχου γίνεται με την εφαρμογή των κατάλληλων μεθόδων για τον εντοπισμό , την παρακολούθηση και την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως κινδύνων, οι οποίοι απειλούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.Στο αντικείμενο της τραπεζικής εποπτείας τα τελευταία χρόνια με αφορμή τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 και της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, όπωςαυτή εξελίχθηκε μέχρι και σήμερα, υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για τα τρία ακόλουθα θέματα:(α) Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου που περιλαμβάνουν χρήσιμες πληροφορίες για την πρόβλεψη της χρεοκοπίας μιας τράπεζας;(β) Πως μπορεί κανείς να αναπτύξει ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης που θα μπορούσε να δώσει έγκαιρα σημάδια μιας επερχόμενης κρίσης;(γ) Πως μπορεί να μοντελοποιηθεί η στοχαστική συμπεριφορά των δυνητικών απωλειών, οι οποίες απορρέουν από τις επενδύσεις υψηλού κινδύνου μιας τράπεζας και επηρεάζουν άμεσα την ασφαλή λειτουργία του ιδρύματος;Η παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάζει και φιλοδοξεί να απαντήσει στα τρία παραπάνω ερωτήματα, παρέχοντας διάφορα εργαλεία που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τις εποπτικές αρχές και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς για την εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Επιπλέον , συμβάλλει στην περιοχή της μοντελοποίησης των χρηματοοικονομικών κινδύνων με την εισαγωγή νέων οικογενειών κατανομών, οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν επωφελώς στην περιγραφή των χαρτοφυλακίων ή στις αποδόσεις των επενδύσεων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.