Σκοπός της παρούσας διατριβής αποτελεί η μελέτη του συστήματος των αζύγων φλεβών, σε ανατομικό και απεικονιστικό επίπεδο, σε δείγμα Ελληνικού πληθυσμού. Από την ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας, αποδεικνύεται ότι είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται κάτι αντίστοιχο. Υλικό: Εξετάστηκαν 35 πτώματα ταριχευμένα με διάλυμα φορμαλδεϋδης από το Εργαστήριο Ανατομίας και Χειρουργικής Ανατομίας του Α.Π.Θ. και το Εργαστήριο Ανατομίας του Ε.Κ.Π.Α., και 51 αξονικές αγγειογραφίες θώρακα ασθενών που διενεργήθηκαν στο Γ.Ν.Θ. «Γ.ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ». Μέθοδος: Διεξήχθηκε ανατομή σε 35 πτώματα στην περιοχή του θώρακα και της άνω κοιλίας με σκοπό να παρασκευασθεί και να αναδειχθεί το σύστημα των αζύγων φλεβών από την έκφυση μέχρι την εκβολή του. Σχεδιάστηκε η μορφολογία των φλεβών της κάθε ανατομής ξεχωριστά και φωτογραφήθηκαν τα μορφώματα. Διενεργήθηκαν μετρήσεις σε ποικιλία παραμέτρων της άζυγης, ημιάζυγης και επικουρικής ημιάζυγης φλέβας. Ταυτόχρονα, μελετήθηκε η άζυγη φλέβα στις 51 αξονικές αγγειογραφίες του θώρακα και καταγράφηκαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της. Αποτελέσματα: Ο σχηματισμός της άζυγης φλέβας προέρχεται κυρίως από τη συνένωση της δεξιάς υποπλεύριας φλέβας με στέλεχος της κάτω κοίλης φλέβας, ενώ ο αντίστοιχος σχηματισμός της ημιάζυγης φλέβας ήταν από τη συνένωση της αριστερής υποπλεύριας φλέβας με την αριστερή νεφρική. Συχνότερα καταγράφηκε η απουσία της επικουρικής ημιάζυγης φλέβας, ενώ όταν εντοπίστηκε η επικουρική ημιάζυγη φλέβα, αυτή προερχόταν από τις 5η -8η μεσοπλεύριες φλέβες. Παρατηρήθηκε ότι με την πάροδο των ετών, η άζυγη φλέβα μετατοπίζεται αριστερά της μέσης γραμμής της σπονδυλικής στήλης. Η άζυγη φλέβα σχηματιζόταν στο ύψος του Θ12 σπονδύλου και κατέληγε στην άνω κοίλη φλέβα στο ύψος του Θ3-Θ4 διαστήματος, ενώ η ημιάζυγη φλέβα σχηματιζόταν στο ύψος του Θ12, και κατέληγε στην άζυγη στο ύψος του Θ9. Η επικουρική ημιάζυγη κατέληγε στην άζυγη στο ύψος των Θ7 και Θ8 σπονδύλων. Ακόμα, εντοπίστηκαν βαλβίδες στην άζυγη φλέβα, σχεδόν σταθερά, στο ύψος του τόξου της άζυγης φλέβας. Αναφορικά με τα άζυγα οσφυϊκά στελέχη, το δεξιό διερχόταν συνηθέστερα από το αορτικό τρήμα του διαφράγματος, ενώ το αριστερό από το έξω σκέλος του διαφράγματος, ενώ και τα δύο οσφυϊκά στελέχη εκφύονταν στο ύψος του Ο2-Ο3. Υπολογίστηκαν οι μέσες τιμές των διαμέτρων της άζυγης στην εκβολή της, στον σχηματισμό της, της ημιάζυγης στον σχηματισμό της, ενώ μετρήθηκαν τα μήκη της άζυγης, της ημιάζυγης και της άνω κοίλης φλέβας και οι αποστάσεις της εκβολής της άζυγης από την αρχή της άνω κοίλης φλέβας, όπως και η απόσταση εκβολής της δεξιάς άνω μεσοπλεύριας από την εκβολή της άζυγης. Συμπεράσματα: Μετά από στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από την παρούσα διδακτορική διατριβή και την αντιπαραβολή των δεδομένων με ανατομικά συγγράμματα και δημοσιευμένες μελέτες έγινε ακόμα πιο σαφής η έντονη ποικιλομορφία του συστήματος των αζύγων φλέβων. Είναι σημαντικό να συλλεχθούν οι επιμέρους μελέτες στα πλαίσια μίας μετα-ανάλυσης ώστε να επαναδιατυπωθεί συνολικά η ανατομία του συστήματος των αζύγων φλεβών. Άλλωστε, η κλινική σημασία της καλής γνώσης της ανατομίας των αζύγων έχει αξία για τον ακτινολόγο, ως προς τη διάγνωση παθολογιών της περιοχής του μεσοθωρακίου, τον χειρουργό του θώρακα, για αποφυγή επιπλοκών σε επεμβάσεις στην εν λόγω περιοχή, αλλά και για τον αγγειοχειρουργό, στους καθετηριασμούς που διεξάγει σε παθήσεις, όπως το σύνδρομο της άνω κοίλης φλέβας.