Η διερεύνηση της διατροφής και της δραστηριότητας αποτελούν θεμελιώδη ζητήματα έρευνας στον τομέα της Βιολογικής Ανθρωπολογίας και της Βιοαρχαιολογίας, καθώς σχετίζονται άμεσα με τον τρόπο διαβίωσης των παρελθόντων κοινωνιών, καθώς και με την κοινωνική θέση. Ειδικότερα, η διερεύνηση των διαφορών στα πρότυπα της διατροφής και της δραστηριότητας ανάμεσα στα δύο φύλα, μπορεί να αναδείξει τις κοινωνικές διαφορές μεταξύ τους. Η παρούσα διατριβή έχει ως βασικό στόχο να διερευνήσει την ύπαρξη αυτής της κοινωνικής διαφοροποίησης σε έξι πληθυσμούς του ελλαδικού χώρου από την Γεωμετρική εποχή έως και σήμερα. Η διερεύνηση της διατροφής προσεγγίστηκε μέσω της οδοντικής παθολογίας, και συγκεκριμένα με την τερηδόνα, την μασητική φθορά και την προθανάτια απώλεια των δοντιών (AMTL). Επιπλέον, η παθολογία της καταπόνησης (δραστηριότητα), προσεγγίστηκε μέσω της μελέτης της οστεοαρθρίτιδας, του facet remodeling στη σπονδυλική στήλη και των οζιδίων του Schmorl.Μελετήθηκαν έξι σκελετικές συλλογές και συνολικά 292 άτομα: 1) 48 άτομα από την Αρχαία Κόρινθο (Γεωμετρική εποχή-Κλασική εποχή), 2) 32 άτομα από την Κέρκυρα (Αλμυρός) (7ος-2ος αιώνας μ.Χ.), 3) 22 άτομα από τη ρωμαϊκή Έδεσσα (2ος-4ος αιώνας μ.Χ.), 4) 16 άτομα από την Αγία Τριάδα Θήβας (13ος-14ος αιώνας μ.Χ.), 5) 34 άτομα από την Υστεροβυζαντινή συλλογή Αθηνών (16ος-17ος αιώνας μ.Χ.), 6) 140 άτομα από τη Σύγχρονη συλλογή Αναφοράς του Τομέα Φυσιολογίας Ζώων & Ανθρώπου, του Πανεπιστημίου Αθηνών, (2ο μισό του 20ου αιώνα). Ένας από τους βασικότερους λόγους επιλογής των συγκεκριμένων συλλογών, είναι ότι ως επί το πλείστον, αποτελούνται από ατομικές ταφές. Η ύπαρξη ενός ατόμου ανά τάφο, διευκολύνει τον προσδιορισμό του φύλου, καθώς και την εκτίμηση της ηλικίας, δύο στοιχεία πολύ σημαντικά για την παλαιοπαθολογική έρευνα. Επιπλέον, το πολύ μεγάλο χρονικό εύρος που καλύπτουν οι συλλογές αυτές, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική τους ποικιλομορφία, μπορούν να δώσουν μια, πιο αντιπροσωπευτική εικόνα της διατροφής και της δραστηριότητας των πληθυσμών του ελλαδικού χώρου διαχρονικά. Η Κόρινθος, η Κέρκυρα και η Έδεσσα παρουσιάζουν ποσοστά τερηδόνας από 6,1% έως 8,3%, φανερώνοντας ένα μεικτό τύπο διατροφής για τους πληθυσμούς αυτούς, δηλαδή μιας διατροφής εξαρτώμενης τόσο από υδατάνθρακες όσο και από ζωικές τροφές. Η Θήβα και η Βυζαντινή συλλογή Αθηνών, εμφανίζουν ποσοστά τερηδόνας 16,7% και 13,5% αντίστοιχα, φανερώνοντας μια διατροφή περισσότερο εξαρτώμενη από γεωργικά προϊόντα και τροφές πλούσιες σε υδατάνθρακες. Τέλος, η Σύγχρονη συλλογή εμφανίζει ποσοστό 42%, χαρακτηριστικά υψηλό για μια σύγχρονη κοινωνία με διατροφή αποτελούμενη από μαλακές και επεξεργασμένες τροφές πλούσιες σε σουκρόζη. Επιπλέον, όλοι οι πληθυσμοί παρουσιάζουν μεσαίου γενικά βαθμού μασητική φθορά, κάτι που συμφωνεί με τις βιβλιογραφικές πηγές για την ελληνική διατροφή. Η Βυζαντινή συλλογή Αθηνών, παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό έντονης μασητικής αποτριβής (19,7%), σε σχέση με τις υπόλοιπες συλλογές, φανερώνοντας μια διατροφή αποτελούμενη και από σκληρές-τραχιές τροφές. Σημαντικό αποτέλεσμα θεωρείται επίσης το ότι σε όλες τις σκελετικές μας συλλογές η αποτριβή παρουσιάζει σχέση ευθέως ανάλογη με την τερηδόνα. Επομένως, η εντονότερη αποτριβή μπορεί να οδήγησε και σε εντονότερη τερηδόνα. Τέλος, ως προς τα δύο φύλα, μόνο στην Κέρκυρα βρέθηκε σαφώς υψηλότερο φορτίο υδατανθράκων στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες, χωρίς να είμαστε σε θέση να το αποδώσουμε αποκλειστικά σε βιολογικούς/πολιτισμικούς παράγοντες, ή εν μέρει και σε κοινωνικούς. Αντίθετα, στην Κόρινθο και την Θήβα, οι άνδρες εμφανίζουν υψηλότερη συχνότητα τερηδόνας, και μάλιστα με στατιστικά σημαντική διαφορά. Τα αποτελέσματα από τις δύο αυτές συλλογές, ακριβώς επειδή έρχονται σε αντίθεση με τη βιολογική προδιάθεση υπέρ των γυναικών, μπορούν σαφώς να αποδοθούν σε κοινωνική διαφοροποίηση ανάμεσα στα δύο φύλα. Στις υπόλοιπες συλλογές, τα δύο φύλα είχαν σχεδόν ίσα ποσοστά τερηδόνας, ένδειξη ότι είχαν παρόμοια πρόσβαση σε διατροφικές πηγές. Οστεοαρθρίτιδα (ΟΑ) στα άνω και κάτω άκρα παρατηρήθηκε μόνο στην Κόρινθο και τη Σύγχρονη συλλογή Αναφοράς. Σημαντική είναι η επικράτηση της ΟΑ περισσότερο στα κάτω άκρα στις γυναίκες, και στα άνω άκρα στους άνδρες, όπως σημειώνεται και στη βιβλιογραφία. Στη σπονδυλική στήλη, η εικόνα της ΟΑ είναι πολύ πιο έντονη, και για τις έξι σκελετικές συλλογές. Η ΟΑ φαίνεται να αυξάνεται ανάλογα με την ηλικία σε όλους τους πληθυσμούς. Στατιστικά σημαντικές διαφορές εντοπίζονται μόνο στην Έδεσσα, υπέρ των ανδρών, και στη Σύγχρονη συλλογή, υπέρ των γυναικών. Επιπλέον, χαρακτηριστική είναι η υπεροχή των οστεοφύτων στους άνδρες της Κορίνθου, της Κέρκυρας και της Έδεσσας, προσφέροντας ενδείξεις για ενδεχόμενη εντονότερη καταπόνηση των ανδρών σε αυτούς τους πληθυσμούς. Το γεγονός ότι σε αρκετές συλλογές τα οστεόφυτα εμφανίζονται αρκετά έντονα από νεαρή ηλικία (20-35 ετών), φανερώνει την σύνδεσή τους με τη φυσική καταπόνηση, και τα καθιστά αρκετά καλό δείκτη δραστηριότητας. Το facet remodeling αποδείχθηκε εξαιρετικός δείκτης καταπόνησης, όπου σχεδόν σε όλες τις σκελετικές συλλογές παρουσίασε τα υψηλότερα ποσοστά του στη νεότερη ηλικιακή ομάδα των 20-35 ετών. Τέλος, τα οζίδια του Schmorl, μπορούν να συσχετιστούν με την καταπόνηση. Επιπλέον, εξαιρετικά σημαντικές είναι οι συσχετίσεις που προέκυψαν ανάμεσα στους δείκτες της δραστηριότητας. Σε τέσσερις από τις έξι συλλογές, εντοπίστηκε ευθέως ανάλογη και στατιστικά σημαντική σχέση του facet remodeling με τα οζίδια του Schmorl, ενώ και το remodeling σε δύο συλλογές εμφάνισε την ίδια συσχέτιση με τα οστεόφυτα. Επομένως, η παρούσα διατριβή προτείνει, για πρώτη φορά, την ταυτόχρονη παρουσία των παραπάνω κριτηρίων, ως δείκτη εντονότερης φυσικής καταπόνησης σε έναν πληθυσμό. Ως προς τα δύο φύλα, η Έδεσσα είναι η μόνη συλλογή όπου τα αρσενικά άτομα εμφάνισαν υψηλότερα ποσοστά σε όλα τα κριτήρια, φανερώνοντας την εντονότερη ενασχόλησή τους με εργασίες που απαιτούσαν φυσική καταπόνηση. Αντίθετα, σε όλες τις υπόλοιπες συλλογές οι γυναίκες εμφάνισαν σημαντικά ποσοστά facet remodeling (σε ορισμένες περιπτώσεις και υψηλότερα σε σχέση με τους άνδρες). Επίσης, χαρακτηριστική είναι η έντονη καταπόνηση των γυναικών, (αλλά και ολόκληρου του πληθυσμού), στη Θήβα, όπου σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, ο πληθυσμός ασχολείτο με ποικίλες εργασίες, όπως η γεωργία, η μεταξουργία και η ταπητουργία. Εκτιμάται, λοιπόν, ότι ιδιαίτερα σε αγροτικές κοινωνίες, οι γυναίκες είχαν ενεργό ρόλο στις χειρωνακτικές εργασίες και εκτός σπιτιού, χωρίς αυτό να σημαίνει, κοινωνική ή πολιτική ισότητα.Συμπερασματικά, από τη μελέτη των συγκεκριμένων δεικτών της διατροφής και της δραστηριότητας, σαφώς και διαπιστώθηκαν επιμέρους κοινωνικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα. Όμως, αν και οι συγκεκριμένοι δείκτες διατροφής και καταπόνησης ανέδειξαν σημαντικές κοινωνικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στα δύο φύλα στις αρχαιολογικές συλλογές, αυτό δε φαίνεται να προέκυψε τόσο στη Σύγχρονη συλλογή Αναφοράς. Επομένως, οι συγκεκριμένοι δείκτες ενδεχομένως να είναι αξιόπιστοι και κατάλληλοι σε παρελθόντες πληθυσμούς ως προς την ανάδειξη κοινωνικής διαφοροποίησης μεταξύ των δύο φύλων, αλλά όχι τόσο σε σύγχρονους.