H μελέτη αυτή ερευνά το ενδεχόμενο η βραχυπρόθεσμη ή η μακροχρόνια χορήγηση λεβετιρασετάμης σε παιδιά με επιληψία να προκαλεί αύξηση των επιπέδων της ολικής ομοκυστεΐνης αίματος καθώς και διαταραχή των επιπέδων των λιπιδίων του ορού και της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα και έτσι να δημιουργεί αύξηση του κινδύνου πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου. Υλικό και μέθοδοι: Μελετήθηκαν 32 παιδιά, (14 αγόρια, 18 κορίτσια), μέσης ηλικίας 5,94 ± 4,1 χρόνια, τα οποία ξεκίνησαν μονοθεραπεία με λεβετιρασετάμη για επιληψία. Οκτώ παιδιά παρουσίαζαν γενικευμένους τονικοκλονικούς σπασμούς ενώ τα υπόλοιπα 24 παρουσίαζαν εστιακούς σπασμούς. Προϋπόθεση για τη συμμετοχή των παιδιών με επιληψία στη μελέτη ήταν να είναι κατά τα άλλα υγιή και να μη λαμβάνουν μέχρι τη στιγμή εκείνη αντιεπιληπτικά φάρμακα. Σε πρωινό αίμα νηστείας (μετά από 10-12 ώρες νηστείας, μεταξύ 8 και 10 π.μ.), προσδιορίστηκαν η ολική χοληστερόλη (TC), τα τριγλυκερίδια (TGs), οι λιποπρωτεΐνες [LDL-C, HDL-C, Lp(a)], οι απολιποπρωτεΐνες (apoΑ-Ι, apoB) καθώς και οι θυρεοειδικές ορμόνες (Τ3, Τ4, FT3, FT4, TSH). Επίσης προσδιορίστηκαν οι τιμές ομοκυστεΐνης,φυλλικού οξέος και βιταμίνης Β12. Συμπληρωματικά λήφθηκε γενική αίματος και πλήρης βιοχημικός έλεγχος (γλυκόζη ηλεκτρολύτες, δείκτες ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας, αμυλάση, χρόνοι πήξης). Τα επίπεδα των παραμέτρων που προαναφέρθηκαν ελέγχθηκαν πριν, 2, 6 και 12 μήνες μετά από την έναρξη της χορήγησης του φαρμάκου. Παιδιά με ανεπαρκή έλεγχο σπασμών που αποσύρθηκαν από τη μελέτη, σε συνδυασμό με ελλείποντα στοιχεία, μείωσε το αρχικό δείγμα σε 25 παιδιά στους 6 μήνες και 20 παιδιά στους 12 μήνες αγωγής. Αποτελέσματα: Τα TGs και ο λόγος TGs/HDL-C παρουσίασαν στατιστικά σημαντική μείωση στους 6 (p=0.030 και p=0.027 αντίστοιχα) και 12 μήνες (p=0.001 και p=0.003 αντίστοιχα) θεραπείας με λεβετιρασετάμη. Επίσης, ο λόγος LDL-C/HDL-C,μειώθηκε σημαντικά στους 12 μήνες αγωγής (p=0.025). Η ολική ομοκυστεΐνη αίματος παρουσίασε στατιστικά σημαντική μείωση στους 2 μήνες θεραπείας με λεβετιρασετάμη (p=0.031), ενώ τα επίπεδα τόσο της βιταμίνης Β12 όσο και του φυλλικού οξέος παρέμειναν αμετάβλητα κατά τη διάρκεια της αγωγής. Από τη μελέτη μας, φάνηκε στατιστικά σημαντική μείωση των λεμφοκυττάρων τόσο στους 6 (p=0.019), όσο και στους 12 μήνες θεραπείας με λεβετιρασετάμη (p=0.003). Όλα τα 69 παιδιά είχαν απόλυτο αριθμό λεμφοκυττάρων πάνω από τη 10η εκατοστιαία θέση (ΕΘ) γιατην ηλικία τους πριν την έναρξη της αγωγής. Ένα παιδί στους 2 μήνες αγωγής, 4 παιδιά στους 6 μήνες, και 3 παιδιά στους 12 μήνες αγωγής, παρουσίασαν πτώση του απόλυτου αριθμού λεμφοκυττάρων κάτω από τη 10η ΕΘ για την ηλικία τους σύμφωνα με τα δεδομένα για την ηλικία. Τέλος, η αλκαλική φωσφατάση αυξήθηκε σημαντικά μετά από 2 και 6 μήνες θεραπείας (p=0.005, p=0.007 αντίστοιχα), ενώ τα επίπεδα του ουρικού οξέος μειώθηκαν παροδικά στους 6 μήνες αγωγής (p=0.02). Συμπεράσματα: Η μακροχρόνια χορήγηση λεβετιρασετάμης για τη θεραπεία της επιληψίας σε παιδιά, δεν φαίνεται να προκαλεί αρνητικές διαταραχές στα επίπεδα των λιπιδίων, της ομοκυστεΐνης και των θυρεοειδικών ορμονών του αίματος και κατά συνέπεια δεν αυξάνει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο στα παιδιά αυτά. Έτσι, η λεβετιρασετάμη μπορεί να αποτελέσει μια ασφαλή επιλογή θεραπείας για την επιληψία, σε σχέση με τα παλαιότερα αντιεπιληπτικά φάρμακα.