Σκοπός: Τα δεδομένα που υπάρχουν στην κλινική πράξη για τη δράση των άμεσων από του στόματος αντιπηκτικών (DOACs) είναι περιορισμένα. Στόχος μας ήταν να εκτιμήσουμε την ισχύ της αντιπηκτικής δράσης των DOACs σε ασθενείς με μη βαλβιδικής αιτιολογίας κολπική μαρμαρυγή (NVAF). Μέθοδοι: Μελετήσαμε 80 ασθενείς με NVAF και 20 υγιείς μάρτυρες με παρόμοια χαρακτηριστικά ως προς το φύλο και την ηλικία (20 λάμβαναν dabigatran 110 mg δύο φορές την ημέρα, 20 λάμβαναν rivaroxaban 20 mg μια φορά την ημέρα, 20 λάμβαναν apixaban 5 mg δύο φορές την ημέρα, 20 λάμβαναν ασενοκουμαρόλη). Σε όλους τους 80 ασθενείς και στα 20 άτομα της ομάδας ελέγχου, πραγματοποιήθηκαν οι συμβατικές δοκιμασίες πήξης (PT/INR, APTT, FIB), οι σφαιρικές δοκιμασίες αιμόστασης (θρομβοελαστομετρία, ROTEM και δοκιμασία παραγωγής θρομβίνης, ETP) και επιπλέον η πρότυπη μέθοδος εκτίμησης της ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων, η οπτική θολοσιμετρική συσσώρευση (Light Transmission Aggregometry, LTA) με διεγέρτη την επινεφρίνη. Τέλος, με την ειδική δοκιμασία Hemoclot Thrombin Inhibitors (HTI) μετρήθηκαν τα επίπεδα στο πλάσμα του dabigatran και με την ειδική δοκιμασία Factor Xa Direct Inhibitor (DiXaI) μετρήθηκαν τα επίπεδα στο πλάσμα των rivaroxaban και apixaban. Αποτελέσματα: Σε ασθενείς υπό dabigatran 110 mg παρατηρήθηκε οριακά σημαντική μείωση της συσσώρευσης αιμοπεταλίων σε σχέση με ασθενείς που λάμβαναν ασενοκουμαρόλη (p=0,068) και σημαντικά μειωμένη συσσώρευση συγκριτικά με ασθενείς υπό rivaroxaban (p=0,045), όπως προέκυψε από τη μέθοδο LTA. Επίσης, ασθενείς που λάμβαναν dabigatran 110 mg σε σύγκριση με αυτούς που λάμβαναν ασενοκουμαρόλη, παρουσίασαν σημαντικά χαμηλότερες τιμές όσον αφορά το δείκτη Li-60 (p=0,011), ενώ δεν παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στις τιμές του ίδιου δείκτη μεταξύ των ασθενών που λάμβαναν rivaroxaban και apixaban (p=0,499). Η ασενοκουμαρόλη επηρέασε την παραγωγή θρομβίνης περισσότερο από το dabigatran 110 mg (AUC, p<0,001), με βάση το ενδογενές δυναμικό θρομβίνης (ETP). Ανάλογα ευρήματα παρατηρήθηκαν μετά τη σύγκριση του rivaroxaban και του apixaban με την ασενοκουμαρόλη (p<0,001). Επίσης, το ενδογενές δυναμικό θρομβίνης (ETP) μειώθηκε σημαντικά σε ασθενείς υπό rivaroxaban σε σύγκριση με εκείνους που λάμβαναν apixaban (p<0,003). Το Apixaban μειώνει σημαντικά την ETP σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, αλλά σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με το rivaroxaban.Επιπλέον, ανιχνεύθηκαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των επιπέδων dabigatran 110 mg, όπως προσδιορίστηκαν με τη δοκιμασία HTI, και σχεδόν όλων των παραμέτρων της δοκιμασίας ETP (AUC, p<0,001). Παρομοίως, παρατηρήθηκαν σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των συγκέντρωσης του rivaroxaban στο πλάσμα, όπως προσδιορίστηκε με τη χρωμογονική μέθοδο DiXaI, και των ακόλουθων παραμέτρων της δοκιμασίας ETP (Tlag, p=0,045, Tmax, p=0,016 και Cmax, p=0,003). Τέλος, σημειώθηκε στατιστικά σημαντική, αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ της συγκέντρωσης του apixaban στο πλάσμα, όπως προσδιορίστηκε με τη χρωμογονική μέθοδο DiXaI και του ETP (AUC, p<0,001). Συμπέρασμα: Με βάση τις δοκιμασίες ROTEM, ETP και LTA, προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα, όσον αφορά την αντιπηκτική δράση των DOACs, όταν αυτά χορηγούνται στα συγκεκριμένα δοσολογικά σχήματα σε πραγματικούς ασθενείς με NVAF: i) το dabigatran 110 mg, πέραν της αναστολής της θρομβίνης, φαίνεται να έχει αντιαιμοπεταλιακή δράση και να ενισχύει την ινωδόλυση, γεγονός που ενδεχομένως ερμηνεύει τον αυξημένο αιμορραγικό κίνδυνο, ii) οι μετρήσεις της δοκιμασίας ETP συνιστούν ένα πιο ασφαλές προφίλ για το apixaban, σε σχέση με το υπόλοιπα DOACs, ως προς τον αιμορραγικό κίνδυνο, iii) τα μέγιστα επίπεδα των DOACs συσχετίζονται με τις παραμέτρους ETP (αλλά όχι με τις παραμέτρους ROTEM), γεγονός που υποδηλώνει έναν πιθανό ρόλο των παραμέτρων του ETP στην παρακολούθηση των επιπέδων των DOACs.