Οι εκτατήρες δέρματος είναι συσκευές με τις οποίες αξιοποιείται η ιδιότητα του δέρματος να εκτείνεται όταν του ασκηθεί δύναμη, ενώ ταυτόχρονα, με τη χρήση τους, εκμεταλλευόμαστε τις εμβιομηχανικές και ιξωδοελαστικές ιδιότητές του, επιτυγχάνοντας την κάλυψη μεγάλων δερματικών ελλειμμάτων. Με τη χρήση εκτατήρων στο περιφερικό τμήμα των άκρων του ανθρώπου και του σκύλου έχουν επιτευχθεί ικανοποιητικά αποτελέσματα. Όμως, δεν υπάρχει καμία αναφορά χρήσης τους στη γάτα. Στην παρούσα μελέτη διερευνήθηκε η δυνατότητα χρήσης εκτατήρων με σκοπό την κάλυψη δερματικών ελλειμμάτων στο περιφερικό τμήμα των άκρων της γάτας, καθώς επίσης, οι μεταβολές που υφίσταται το δέρμα μετά από την εφαρμογή τους, όπως διαπιστώθηκαν με κλινική, υπερηχοτομογραφική και ιστοπαθολογική εξέταση.Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν 20 ενήλικες γάτες, φυλής Κοινής Ευρωπαϊκής, οι οποίες χωρίστηκαν σε 2 ομάδες (Α και Β) των 10 ζώων, μία για κάθε εφαρμοζόμενη τεχνική, ενώ, ταυτόχρονα, η κάθε ομάδα χωρίστηκε σε 2 υποομάδες (Α1, Α2 και Β1, Β2) των 5 ζώων, ανάλογα με τη δύναμη έλξης που ασκούταν στο κάθε άκρο. Στα ζώα της ομάδας Α χρησιμοποιήθηκαν, ως εκτατήρες, βελόνες με υποδερμική διαδρομή, ενώ σε αυτά της ομάδας Β χρησιμοποιήθηκαν ζεύγη μεταλλικών συνδετήρων. Μεταξύ των εκτατήρων και διαμέσου μίας σύριγγας, στην επιφάνεια της οποίας είχαν δημιουργηθεί πολλαπλές οπές, διέρχονταν ράμματα, τα οποία σταθεροποιούνταν στην επιφάνεια της σύριγγας με τη βοήθεια σταθεροποιητών ράμματος από σιλικόνη, ενώ ανάμεσά τους τοποθετούνταν αποστειρωμένες γάζες. Σε αμφότερες τις ομάδες, με τα ζώα υπο γενική αναισθησία, την ημέρα 0, δημιουργούνταν ελλείμματα δέρματος στην έξω και πρόσθια επιφάνεια των αντιβραχίων, σταθερού μήκους 3 cm και κυμαινόμενου πλάτους (ίσου με το 50% της περιμέτρου των αντιβραχίων). Ανεξάρτητα από την τεχνική που εφαρμοζόταν στην κάθε ομάδα, στο αριστερό αντιβράχιο γινόταν αποκόλληση των χειλέων του τραύματος από τους υποκείμενους ιστούς, ενώ στο δεξιό αντιβράχιο δεν γινόταν.Στα ζώα των υποομάδων Α1 και Β1, από την πρώτη μετεγχειρητική ημέρα, ασκούταν τρεις διαδοχικές έλξεις στα χείλη του τραύματος με δύναμη 1 kg στο δεξιό και 3 kg στο αριστερό άκρο, ενώ στα ζώα των υποομάδων Α2 και Β2 ασκούταν δύναμη 3 kg στο δεξιό και 1 kg στο αριστερό άκρο. Οι έλξεις αυτές είχαν διάρκεια 2΄-3΄, ενώ μεταξύ τους παρεμβάλλονταν διαστήματα χαλάρωσης διάρκειας 1΄. Μετά την εφαρμογή των έλξεων γινόταν νέα σύσφιξη των ραμμάτων. Η διαδικασία αυτή επαναλαμβανόταν μία φορά την ημέρα για συνολικά 4 ημέρες, ενώ την 4η μετεγχειρητική ημέρα μετά το πέρας του κύκλου έλξεων, γινόταν αφαίρεση των εκτατήρων και σύγκλειση του τραύματος κατά πρώτο σκοπό. Σε όλα τα ζώα, μετά τη συρραφή γινόταν επίδεση των τραυμάτων. Οι αλλαγές των επιδέσεων γίνονταν καθημερινά μέχρι την ημέρα αφαίρεσης των ραμμάτων (14η μετεγχειρητική ημέρα), ενώ, στη συνέχεια, γίνονταν την 18η, 24η και 30η μετεγχειρητική ημέρα. Για την κλινική εκτίμηση των τραυμάτων χρησιμοποιήθηκε κλίμακα 6 διαβαθμίσεων. Οι υπερηχοτομογραφικές μετρήσεις πραγματοποιούνταν πριν τη δημιουργία του δερματικού ελλείμματος, την ημέρα σύγκλεισής του κατά πρώτο σκοπό (4η μετεγχειρητική ημέρα), την ημέρα αφαίρεσης των ραμμάτων (14η μετεγχειρητική ημέρα) και την τελευταία ημέρα του πειραματισμού (30η μετεγχειρητική ημέρα). Για την ιστοπαθολογική μελέτη γινόταν βιοψίες σε απόσταση 0,5 cm από το τραύμα, τις ημέρες που γινόταν και οι υπερηχοτομογραφικές μετρήσεις.Μεταξύ των δύο ομάδων διαπιστώθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά ως προς το βαθμό της μετεγχειρητικής εξέλιξης των τραυμάτων Στην ομάδα Β η κλινική εκτίμηση της επούλωσης των τραυμάτων ήταν καλύτερη σε σύγκριση με την Α. Αντίθετα, δεν διαπιστώθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά μεταξύ δεξιού και αριστερού άκρου. Αναφορικά με τον βαθμό της μετεγχειρητικής εξέλιξης των τραυμάτων, κατά τη σύγκριση μεταξύ των υποομάδων Α1, Α2 διαπιστώθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά μεταξύ των δυνάμεων που ασκήθηκαν στην κάθε υποομάδα, ανεξάρτητα από το άκρο, με την Α2 να έχει καλύτερα κλινικά αποτελέσματα από την Α1. Αντίθετα, κατά τη σύγκριση μεταξύ των υποομάδων Β1, Β2, διαπιστώθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά μεταξύ δεξιού και αριστερού άκρου και όχι μεταξύ των δυνάμεων που ασκήθηκαν στην κάθε υποομάδα.Όσον αφορά τις μεταβολές του πάχους του δέρματος με τη χρήση εκτατήρων, οι οποίες διαπιστώθηκαν κατά την υπερηχοτομογραφική εξέταση, μεταξύ της ομάδας Α και της ομάδας Β, παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά την 4η και την 14η μετεγχειρητική ημέρα, ενώ μεταξύ δεξιού και αριστερού άκρου δεν παρατηρήθηκε στατιστικώς σημαντική διαφορά. Με την ιστοπαθολογική εξέταση παρατηρήθηκε, στατιστικώς σημαντική αύξηση ως προς τη διήθηση από φλεγμονώδη κύτταρα στην ομάδα Α σε σχέση με την Β καθώς και στον προσανατολισμό των κολλαγόνων ινών στην ομάδα Β σε σχέση με την Α, κατά την 4η μετεγχειρητική ημέρα. Τέλος, με τη χρήση των εκτατήρων δέρματος στη γάτα, παρατηρήθηκε αύξηση του πάχος του δέρματος, τόσο με τον υπερηχοτομογραφικό όσο και ιστοπαθολογικό έλεγχο.Συμπερασματικά, στη γάτα, η χρήση των εκτατήρων για την κάλυψη δερματικών ελλειμμάτων του περιφερικού τμήματος των άκρων έχει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Ειδικότερα, με τη χρήση των μεταλλικών συνδετήρων επιτυγχάνονται ταχύτερα και καλύτερα κλινικά αποτελέσματα από ό,τι με τις υποδερμικές βελόνες. Ταυτόχρονα, η άσκηση δύναμης 1-3 kg για την έκταση του δέρματος με τους εκτατήρες, είναι ασφαλής. Ωστόσο, η άσκηση μικρής δύναμης με τη χρήση υποδερμικών βελονών θα πρέπει να συνδυάζεται με αποκόλληση του παρακείμενου δέρματος. Η αποκόλληση μπορεί να βοηθήσει στην κάλυψη δερματικών ελλειμμάτων στη γάτα, αλλά πρέπει να είναι μικρής έκτασης προς αποφυγή επιπλοκών. Σε αντίθεση με τις υποδερμικές βελόνες, κατά τη χρήση μεταλλικών συνδετήρων είναι προτιμότερο να μην διενεργείται αποκόλληση του παρακείμενου δέρματος, ανεξαρτήτως της δύναμης που ασκείται σε αυτό.