Kορμό της παρούσας διατριβής αποτέλεσε η εφαρμογή παρατεταμένων χρόνων θερμής και ψυχρής ισχαιμίας στα πλαίσια διενέργειας μερικής νεφρεκτομής, σε ένα καινοτόμο πειραματικό ζωϊκό μοντέλο με μονήρη νεφρό και η μελέτη των επιδράσεων των παραπάνω ερεθισμάτων και του φαινομένου επαναιμάτωσης σε κυτταρικό και υποκυτταρικό επίπεδο. Η μελέτη χαρακτηρίστηκε από 3 βασικές συνιστώσες: 1. Eκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας και επιβίωσης με τη μέτρηση βιοχημικών παραμέτρων 2. Εκτίμηση της μορφολογίας των νεφρικών δομών στο οπτικό και ηλεκτρονικό μικροσκόπιο 3. Προσδιορισμός της τοπικής και συστηματικής παραγωγής του κυριότερου αυξητικού παράγοντα της ισχαιμίας, του αγγειακού ενδοθηλιακού αυξητικού παράγοντα (VEGF). Τα αποτελέσματα και από τις 3 εκτιμήσεις συμφωνούν απόλυτα και οριοθετούν ουσιαστικά το βασικό συμπέρασμα της διατριβής. Η μονήρης νεφρική μονάδα έχει ως ανώτερο όριο ανοχής της θερμής ισχαιμίας τα 60 λεπτά και ψυχρής ισχαιμίας τα 120 λεπτά. Τα αναφερόμενα όρια επιβεβαιώθηκαν από τις μετρούμενες βιοχημικές παραμέτρους (ουρία, κρεατινίνη, ηλεκτρολύτες), οι οποίες αντικατοπτρίζουν τη μετεγχειρητική νεφρική λειτουργία των πειραματοζώων. Οι ομάδες των 60 λεπτών θερμής και 90 και 120 λεπτών ψυχρής ισχαιμίας χαρακτηρίστηκαν από τα υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης, σε αντίθεση με την ομάδα των 90 λεπτών θερμής ισχαιμίας που απεβίωσαν καθολικά εξαιτίας οξείας νεφρικής ανεπάρκειας. Η ίδια διαφοροποίηση παρουσιάστηκε και στις μικροσκοπικές παρατηρήσεις, όπου οι πρώτες 3 ομάδες είχαν πολύ καλή έως άριστη διατήρηση των νεφρικών δομών ή κάποιες αναστρέψιμες βλάβες, σε αντίθεση με την ομάδα των 90 λεπτών θερμής ισχαιμίας, όπου οι αλλοιώσεις ήταν καταστροφικές. Το ίδιο μοτίβο ακολουθήθηκε και σε υποκυτταρικό επίπεδο. Βασικό συμπέρασμα της μελέτης στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο ήταν η ζωτικής σημασίας για τη νεφρική λειτουργία της βασικής σπειραματικής μεμβράνης και των ποδοκυττάρων, των οποίων οι βλάβες στοιχίζουν περισσότερο από τις αντίστοιχες του ενδοθηλίου ή των μεσαγγειακών κυττάρων. Για πρώτη φορά μελετήθηκε η επίδραση της ψυχρής ισχαιμίας και μερικής νεφρεκτομής με τη χρήση του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου και απεδείχθη η σχεδόν τέλεια διατήρηση των δομών, αποδίδοντας έτσι στην ψυχρή ισχαιμία το μεγάλο πλεονέκτημα έναντι της θερμής. Τέλος, η μελέτη του VEGF ανέδειξε τα εξής στοιχεία: α) Η αντιρροπιστική υπερτροφία του μονήρους νεφρού μετά από νεφρεκτομή είναι VEGF-εξαρτώμενη. β) Η συστηματική παραγωγή του VEGF αντιπροσωπεύει μια τοπική προσαρμογή στην ισχαιμία και για την περίπτωσή μας τη νεφρική προσαρμογή. γ) Και σε αυτή τη μελέτη επιβεβαιώθηκε η διαφοροποίηση των ομάδων ισχαιμίας, αφού στα 90 λεπτά θερμής ισχαιμίας η σύνθεση του VEGF καταργήθηκε ολοσχερώς, ενώ στις υπόλοιπες 3 ομάδες η σύνθεση ήταν πολλαπλά μεγαλύτερη με αποκορύφωμα τις ομάδες ψυχρής ισχαιμίας. Τα αποτελέσματά μας υπόκεινται σε περιορισμούς, αφού η ανατομία και η φυσιολογία του πειραματόζωου διαφέρει σημαντικά από αυτή του ανθρώπου. Παρ’ όλ’αυτά, αν και τα δεδομένα μας ανατρέπουν τα μέχρι σήμερα επικρατούντα δόγματα για την εφαρμογή ισχαιμίας κατά τη διάρκεια της μερικής νεφρεκτομής, παρέχουν σημαντικές πληροφορίες και νέα κίνητρα για περαιτέρω έρευνα.