Σκοπός Οι εμμηνοπαυσιακές γυναίκες βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο, καθώς, μεταξύ των άλλων, πολλοί βιοχημικοί μεταβολικοί παράγοντες επηρεάζονται από την υποοιστρογοναιμία. Αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης, τριγλυκεριδίων, ομοκυστεϊνης, CRP, ΕΤ-1 και ADMA αναγνωρίζονται ως παράγοντες κινδύνου για αθηρογένηση στο ενδοθήλιο. Η παρούσα μελέτη σχεδιάστηκε για να εκτιμηθεί η δράση της τιμπολόνης, μιας ουσίας με οιστρογονική, προγεστερονική και ανδρογονική δράση, ως εναλλακτική αγωγή ως προς την κλασσική HRT, στους παραπάνω βιοχημικούς αθηρογενετικούς παράγοντες σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες Μέθοδοι Πρόκειται για μία προοπτική, τυχαιοποιημένη, case-control μελέτη. Στην μελέτη πήραν μέρος 52 υγιείς εμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Στην ομάδα Ι (26 γυναίκες) χορηγήθηκε τιμπολόνη 2,5mg ημερησίως per os για έξι μήνες, ενώ στις γυναίκες της ομάδας ΙΙ δεν χορηγήθηκε καμία αγωγή. Τα επίπεδα της ολικής χοληστερόλης, LDL, HDL, τριγλυκεριδίων, CRP, ομοκυστεϊνης, ΕΤ-1 και ADMA μετρήθηκαν στον ορό στις δύο ομάδες στον χρόνο μηδέν (βασικά επίπεδα), στους τρεις και στους έξι μήνες.Αποτελέσματα Οι δύο ομάδες δεν διέφεραν στατιστικά ως προς την ηλικία, το ΒΜΙ και τον χρόνο διάρκειας στην εμμηνόπαυση. Επίσης, τα βασικά επίπεδα των βιοχημικών παραμέτρων που μελετήθηκαν δεν διέφεραν σημαντικά στις δύο ομάδες. Στην ομάδα Ι η εξάμηνη χορήγηση τιμπολόνης οδήγησε σε σημαντική ελάττωση των επιπέδων της ολικής χοληστερόλης, των τριγλυκεριδίων, της HDL, σε σημαντική αύξηση της CRP ενώ δεν προκάλεσε σημαντικές μεταβολές στα επίπεδα της ομοκυστεϊνης, της ΕΤ-1 και της ADMA. Από την άλλη μεριά, στην ομάδα ελέγχου δεν παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές μεταβολές στα επίπεδα των παραπάνω ουσιών στο εξάμηνο της παρατήρησης Συμπέρασμα Η χορήγηση τιμπολόνης παρουσιάζει μια μικτή δράση στους προαναφερθέντες βιοχημικούς αθηρογενετικούς παράγοντες κινδύνου σε υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Το εύρημα αυτό μπορεί να στηρίξει την άποψη ότι η τιμπολόνη, χορηγούμενη στην εμμηνόπαυση, ναι μεν δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ασκεί καρδιοπροστατευτική δράση αλλά ούτε είναι και επιβλαβής στους προαναφερθέντες βιοχημκούς καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου.