Αυτή η διατριβή επιδιώκει να διερευνήσει τους έμφυλους συσχετισμούς στις Τραχίνιες του Σοφοκλή. Ειδικότερα, στο πρώτο κεφάλαιο προτείνω ότι η Αμαζονική προϊστορία της Δηιάνειρας εισάγει εκ προοιμίου ένα παράδοξο και ασταθές σύμβολο ομοιότητας και ετερότητας που δημιουργεί ένταση ανάμεσα στην αρρενωπότητα και τη θηλυκότητα. Στη συνέχεια, στο δεύτερο κεφάλαιο, συζητώ το απομακρυσμένο και τερατώδες μη-πολιτικό περιβάλλον που ορίζεται από την αποκήρυξη του γάμου και τις παράνομες σεξουαλικότητες, δηλαδή από τον κόσμο του Ηρακλή και των τερατωδών ανταγωνιστών του (Αχελώος, Νέσσος), προκειμένου να υποστηρίξω ότι ο κόσμος αυτός αντιτίθεται στην κοινωνική βιωσιμότητα που διασφαλίζεται μέσω της ευημερίας του οίκου. Με την τοποθέτηση μιας Αμαζόνας εντός της πολιτικής διάταξης του οίκου, οι Τραχίνιες διαπραγματεύονται τον γυναικείο τόπο και υποστηρίζουν την ανάγκη να απελαθούν οι τερατώδεις σεξουαλικότητες από την πόλιν. Εντός των θολών ορίων των διακρίσεων μεταξύ των δύο φύλων, εντούτοις, είναι εντυπωσιακό ότι η βιωσιμότητα του οίκου και της πόλεως προβάλλονται στον θηλυκό πόλο ενώ ο αρσενικός αξιοποιείται για να προβάλει την κατάρρευσή τους. Έπειτα, στο τρίτο κεφάλαιο, μέσα από μια συζήτηση των γαμήλιων αφηγήσεων του δράματος, ακολουθώ τον τρόπο με τον οποίο το ακανόνιστο αυτό μυθικό υλικό ‘πολιτικοποιείται’ για να ενταχθεί σε μια σύνθεση που αναφέρεται επανειλημμένα στον γάμο. Θα φανεί ότι η δομή του έργου αναπτύσσεται με βάση τις επανειλημμένες στρεβλώσεις του τελετουργικού του γάμου και, κατά συνέπεια, των κατηγοριών φύλου εντός του γάμου, έτσι ώστε ολόκληρη η σύνθεση να μπορεί να θεωρηθεί ως η δραματοποίηση τριών πιθανών γάμων, δύο τελετουργικών θανάτων και μιας κηδείας. Στο τέταρτο κεφάλαιο, εστιάζω στην αλληλεπίδραση της Δηιάνειρας με τον τερατώδη Κένταυρο και το πρόβλημα αυτής της συναλλαγής, την οποία θεώρησα ως την εύλογη και αναπόδραστη συνέπεια ενός ήδη διαβρωμένου δικτύου αμοιβαιότητας. Ως συνέχεια αυτής της συζήτησης, εξετάζω εκ του σύνεγγυς την πρόταση του έργου όσον αφορά τις συνέπειες αυτής της πράξης και σε σχέση με τα διαφορετικά συστήματα δικαιοσύνης. Τέλος, στο τελευταίο μου κεφάλαιο, εξετάζω το τέλος του έργου μέσα στα πλαίσια των πατριαρχικών δομών της τραγωδίας και ιδιαίτερα ενόψει της δραματικής και πατριαρχικής εξουσίας. Με την απουσία της Δηιάνειρας, αυτό το καταληκτικό τμήμα φαίνεται να λειτουργεί ως υπεράσπιση κατά της κατάρρευσης των έμφυλων ορίων και ως προσπάθεια να αποκατασταθεί η υπονομευμένη έμφυλη τάξη. Παρόλα αυτά, η στάση του Ύλλου και η δυναμική απουσία της Δηιάνειρας προβάλλουν αντίσταση ενάντια σε αυτή την προσπάθεια, μια αντίσταση που τελικά καταφέρνει να ενισχύσει τη δυναμική διαπραγμάτευσης στην οποία το έργο έχει επενδύσει.