Η απόφραξη της κερκιδικής αρτηρίας, αν και σιωπηλή, παραμένει μια συχνή επιπλοκή μετά από την διαγνωστική στεφανιογραφία. Η αντιπηκτική αγωγή είναι αποτελεσματική στη μείωση των αποφράξεων, αλλά η βέλτιστη δόση της μη κλασματοποιημένης ηπαρίνης δεν είναι ακόμα σαφώς καθορισμένη. Σε αυτήν την προοπτική, πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη μελέτη ανωτερότητας συγκρίναμε την υψηλή δόση έναντι της κλασικής δόσης ηπαρίνης, δηλαδή 100 μονάδες/ΚΣΒ που χορηγήθηκε σε δύο διηρημένες δόσεις έναντι 50 μονάδων/ΚΣΒ κατά τη διάρκεια διακερκιδικής στεφανιογραφίας με θηκάρι μεγέθους 5 ή 6 French. Συνολικά, 1836 διαδοχικοί ασθενείς αναλύθηκαν στην παρούσα εργασία. Η αιμόσταση μετά τον καθετηριασμό δεν ακολούθησε αυστηρό πρωτόκολλο. Συνολικά διαπιστώσαμε 102 αποφράξεις όπως εκτιμήθηκαν με υπερηχογραφία (συχνότητα εμφάνισης 5,6%). Στην ομάδα υψηλών δόσεων ηπαρίνης το ποσοστό αποφράξεων ήταν σημαντικά χαμηλότερο σε σύγκριση με την ομάδα της κλασικής δόσης ηπαρίνης (27 αποφράξεις [3,0%] έναντι 75 αποφράξεων [8,1%], (OR)=0,35, [CI]95%, 0,22 έως 0,55. P <0,001) χωρίς να διακυβεύεται η ασφάλεια. Ο χρόνος για την επίτευξη αιμόστασης ήταν παρόμοιος μεταξύ των δύο ομάδων. Για να αποφευχθεί μία απόφραξη, ο αριθμός των ασθενών που έπρεπε να αντιμετωπιστεί στην ομάδα με την υψηλή δόση ήταν περίπου 20 ασθενείς. Δεδομένου ότι η δόση ηπαρίνης των 100 μονάδων/ΚΣΒ έναντι της δόσης των 50 μονάδων/ΚΣΒ μειώνει σημαντικά τις αποφράξεις της κερκιδικής αρτηρίας χωρίς να διακυβεύεται η ασφάλεια, η χορήγηση εντατικοποιημένων δόσεων αντιπηκτικής θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη σε ασθενείς που υποβάλλονται σε διακερκιδικές στεφανιογραφίες.