Εισαγωγή: Η υποβιταμίνωση D έχει συσχετιστεί με διάφορους παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου. Επίσης, οι στατίνες μπορεί να επηρεάσουν τα επίπεδα VitD στον ορό, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την επίδραση άλλων υπολιπιδαιμικών φαρμάκων. Σκοπός και μέθοδοι: Η παρούσα μελέτη αποτελείται από 2 μέρη: Σκοπός και μέθοδοι σύγχρονης μελέτης: Προσδιορισμός επιπέδων 25(OH)VitD στον ορό Ελλήνων α) ενηλίκων με μεταβολικό σύνδρομο (MetS) (N = 52) και β) εφήβων με παχυσαρκία (N = 69) και σε αντίστοιχους μάρτυρες (58 ενήλικες, 34 έφηβοι). Διερεύνηση της πιθανής συσχέτισης των επιπέδων VitD με τα διαγνωστικά κριτήρια MetS και άλλες βιοχημικές παραμέτρους. Σκοπός και μέθοδοι προοπτικής μελέτης: Α) Αξιολόγηση της επίδρασης των υπολιπιδαιμικών φαρμάκων στα επίπεδα 25(OH)VitD ορού σε ενήλικες ασθενείς με δυσλιπιδαιμία, στην αρχή και 3 μήνες μετά την έναρξη της θεραπείας, με βάση 3 θεραπευτικά πρωτόκολλα. Β) Αξιολόγηση της επίδρασης της χοληκαλσιφερόλης (VitD3) στις μεταβολικές παραμέτρους ενηλίκων με MetS, που τυχαιοποιήθηκαν να εφαρμόσουν είτε μόνο οδηγίες υγιεινής διατροφής (N = 25), είτε να λαμβάνουν 2000 IU VitD/ημέρα pos μαζί με οδηγίες για υγιεινή διατροφή (N = 25). Επίσης μελετήθηκαν έφηβοι με παχυσαρκία (BMI = 35,0 ± 7,9) και ανεπάρκεια VitD [25(OH)VitD <20 ng / mL] (N = 15) που έλαβαν 2000 IU VitD/ημέρα pos μαζί με οδηγίες υγιεινής διατροφής και επανεξετάστηκαν 3 μήνες αργότερα. Αποτελέσματα: Αποτελέσματα της σύγχρονης μελέτης:A) Οι ενήλικες με ΜΣ είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα 25(OH)VitD ορού σε σχέση με τους μάρτυρες [11.8 (0.6-48.3) ng/mL vs 17.2 (4.8-62.4) ng/mL, p=0.027]. Στους ενήλικες με ΜΣ η μονοπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι τα επίπεδα της 25(OH)VitD ορού είχαν αρνητική συσχέτιση με τα τριγλυκερίδια, αλλά όχι με τα άλλα διαγνωστικά κριτήρια του ΜΣ. Επιπλέον τα επίπεδα της 25(OH)VitD είχαν αρνητική συσχέτιση με τα επίπεδα των sdLDL-C και της PTH. Ωστόσο η πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ότι τα επίπεδα των sdLDL-C επηρεάζονταν σημαντικά μόνο από τα επίπεδα των τριγλυκεριδίων και όχι από τα επίπεδα της 25(OH)VitD. B) Οι έφηβοι με παχυσαρκία είχαν χαμηλότερα επίπεδα 25(OH)VitD ορού σε σχέση με τους φυσιολογικού βάρους μάρτυρες [12.0 (3.0-36.0) versus 34.0 (10.0-69.0) ng/mL αντίστοιχα, p=0.000]. Στους εφήβους με παχυσαρκία τα επίπεδα της 25(OH)VitD ορού βρέθηκε να έχει αρνητική συσχέτιση με τα επίπεδα της λεπτίνης ορού, ανεξαρτήτως του BMI. Αποτελέσματα της προοπτικής μελέτης: Α.i) Τρεις μήνες μετά τη φαρμακευτική αγωγή ενηλίκων με μεικτή δυσλιπιδαιμία, τα επίπεδα της 25(OH)VitD ορού αυξήθηκαν σημαντικά και στις 3 ομάδες: στην ομάδα που έλαβε ροσουβαστατίνη 40 mg αυξήθηκαν κατά 53%, στην ομάδα που έλαβε ροσουβαστατίνη 10 mg μαζί με φαινοφιμπράτη κατά 64%, και στην ομάδα που έλαβε ροσουβαστατίνη 10 mg μαζί με ω3 λιπαρά οξέα κατά 61%. Οι αυξήσεις των επιπέδων 25(OH)VitD ορού ήταν συγκρίσιμες και στις 3 ομάδες φαρμακευτικής αγωγής. Α.ii) Τρεις μήνες μετά τη φαρμακευτική αγωγή ενηλίκων με υπερχοληστερολαιμία, τα επίπεδα της 25(OH)VitD ορού αυξήθηκαν σημαντικά και στις 2 ομάδες: σε αυτή που έλαβε σιμβαστατίνη/εζετιμίμπη 10/10 mg αυξήθηκαν κατά 36.7%, ενώ στην ομάδα που έλαβε σιμβαστατίνη 40 mg κατά 79.1%. Η αύξηση των επιπέδων της 25(OH)VitD ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στην ομάδα σε σιμβαστατίνη 40 mg σε σύγκριση με αυτή που παρατηρήθηκε σε ασθενείς που πήραν σιμβαστατίνη/εζετιμίμπη 10/10 mg.Α.iii) Τρεις μήνες μετά την τροποποίηση της φαρμακευτικής αγωγής ενηλίκων με μεικτή δυσλιπιδαιμία οι οποίοι δεν είχαν επιτύχει τους θεραπευτικούς στόχους με τη συμβατική δόση στατίνης, τα επίπεδα της 25(OH)VitD ορού δεν διαφοροποιήθηκαν σημαντικά και στις 3 ομάδες: στις δύο ομάδες που έλαβαν αντίστοιχα ροσουβαστατίνη 40 mg και ροσουβαστατίνη 10 mg με νικοτινικό οξύ/λαροπιπράντη παρατηρήθηκε μία τάση μείωσης των επιπέδων της 25(ΟΗ)VitD (-4.7% and -14.8%, αντίστοιχα) που δεν ήταν στατιστικά σημαντική, ενώ στην ομάδα που έλαβε ροσουβαστατίνη 10 mg με φαινοφιμπράτη διαπιστώθηκε μια αύξηση (+13%) η οποία επίσης δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Οι ανωτέρω αλλαγές στα επίπεδα της 25(OH)VitD ορού δεν διέφεραν στατιστικά σημαντικά μεταξύ των 3 ομάδων. Β.i) Στους ενήλικες με ΜΣ που έλαβαν per os VitD, τα επίπεδα της 25(OH)VitD αυξήθηκαν κατά 91%, ενώ όσοι δεν έλαβαν VitD παρουσίασαν μια μη στατιστικά σημαντική αύξηση κατά 30%. Στην ομάδα που έλαβε per os VitD η συστολική ΑΠ μειώθηκε κατά 3.7%, ενώ στην ομάδα που δεν έλαβε VitD μειώθηκε μόνο κατά 1.5% (p=NS και στις 2). Στην ομάδα που έλαβε per os VitD η αύξηση της 25(OH)VitD συσχετίστηκε με τη μείωση της συστολικής ΑΠ. Επίσης, τα επίπεδα των ισοπροστανίων ούρων μειώθηκαν σημαντικά κατά 22.7% στην ομάδα που έλαβε per os VitD, ενώ μια τάση μείωσης κατά 14.4% διαπιστώθηκε στην ομάδα που δεν έλαβε VitD, η οποία δεν ήταν στατιστικά σημαντική. Ωστόσο η μείωση των επιπέδων των ισοπροστανίων ούρων δεν διέφερε στατιστικά σημαντικά μεταξύ των 2 ομάδων. Β.ii) Στους εφήβους με παχυσαρκία και ανεπάρκεια VitD πού έλαβαν per os VitD τα επίπεδα της 25(OH)VitD αυξήθηκαν σημαντικά κατά 88.4% 3 μήνες μετά. Παράλληλα διαπιστώθηκαν σημαντικές μειώσεις στα επίπεδα της HbA1c και της λεπτίνης, ενώ αντίθετα τα επίπεδα της LDL-C αυξήθηκαν. Συμπεράσματα: Οι ενήλικες με MetS είχαν σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα 25(OH)VitD σε σύγκριση με εκείνους χωρίς MetS. Η ανεπάρκεια VitD ήταν επίσης πιο διαδεδομένη στους Έλληνες εφήβους με παχυσαρκία σε σύγκριση με τους μάρτυρες. Σε ενήλικες με MetS τα επίπεδα 25(OH)VitD συσχετίστηκαν αντίστροφα με τα τριγλυκερίδια. Σε εφήβους με παχυσαρκία, τα επίπεδα 25(OH)VitD συσχετίστηκαν αντίστροφα με τη λεπτίνη. Η υποκατάσταση VitD και η διατροφική παρέμβαση σε ενήλικες με MetS δεν συσχετίστηκαν με καμία σημαντική αλλαγή στους κλασικούς και αναδυόμενους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, σε σύγκριση με τη διατροφική παρέμβαση μόνο, παρά τη σημαντική αύξηση στα επίπεδα 25(OH)VitD στην πρώτη ομάδα. Η υποκατάσταση VitD σε εφήβους με παχυσαρκία και έλλειψη VitD αύξησε αποτελεσματικά τα επίπεδα 25(OH)VitD ορού και συσχετίστηκε με οριακές μειώσεις της HbA1c και της λεπτίνης καθώς και με αύξηση των επιπέδων LDL-C. Επίσης, σε αντίθεση με τη ροσουβαστατίνη και τη σιμβαστατίνη, τα άλλα υπολιπιδαιμικά φάρμακα όπως η εζετιμίμπη, φαινοφιμπράτη, ωμέγα-3 λιπαρά οξέα και νικοτινικό οξύ φαίνεται να έχουν ελάχιστη ή καμία επίδραση στα επίπεδα 25(ΟΗ)VitD ορού σε ασθενών με δυσλιπιδαιμία.