Η παρούσα διατριβή εξετάζει τους ψευδόστομους αμφορείς που έφεραν επιγραφές στη Γραμμική Β γραφή εστιάζοντας σε εκείνους που περιλάμβαναν το επίθετο wa-na-ka-te-ro, παράγωγο του ηγεμονικού τίτλου wa-na-ka *?άναξ, που ήταν σε χρήση στις ‘ανακτορικές’ γραφογνωστικές διοικήσεις της Αιγαιακής Ύστερης Εποχής του Χαλκού [Υστερομινωικής στην Κρήτη] (περ. 1400-1200 π.Χ.). Ο στόχος είναι να καταδειχθεί η δυνατότητα του υλικού να πλουτίσει την εικόνα μας για την οικονομική οργάνωση και πολιτική γεωγραφία της Υστερομινωικής ΙΙΙ Κρήτης, όπου οι συγκεκριμένοι αμφορείς παράγονταν κατ’ αποκλειστικότητα. Μετά από τις Εισαγωγικές Ενότητες όπου διευκρινίζονται η φύση και τα γενικά χαρακτηριστικά των τεκμηρίων Γραμμικής Β, αλλά και οριοθετείται το υπό εξέταση αντικείμενο, η μελέτη προχωρά στην εξέταση της Κρητικής γεωγραφίας της εποχής μέσα από τις συσχετίσεις και ομαδοποιήσεις τοπωνυμίων στα τεκμήρια Γραμμικής Β, για τις οποίες προσφέρονται μεθοδολογικές εκλεπτύνσεις και κριτικές παρατηρήσεις. Ακολουθεί η συνθετική κριτική επισκόπηση της παλαιογραφίας, κατανομής, λειτουργίας και σκοπιμότητας των ενεπίγραφων ψευδοστόμων αμφορέων. Τον πυρήνα της όλης μελέτης αποτελεί η λεπτομερής εξέταση των τεσσάρων βέβαιων και δύο αμφισβητούμενων αναφορών στον ηγεμόνα σε ψευδόστομους αμφορείς από τη Θήβα, την Ελευσίνα, την Τίρυνθα, τα Χανιά και, ίσως, τον Γλα Βοιωτίας. Για την ανάλυση των επιγραφών χρησιμοποιείται κάθε δυνατή πληροφορία, επιγραφική ή αρχαιολογική, με αναφορά στη διττή φύση αυτών των επιγραφικών τεκμηρίων: Ως υλικών ευρημάτων/τεχνέργων (δηλ. διακινούμενων κεραμικών δοχείων) και ως φορέων κειμένων. Η πέμπτη και καταληκτική ενότητα αποτελεί τη σύνθεση των πορισμάτων των προηγουμένων ενοτήτων, η οποία μελετά τον ρόλο του ηγεμόνα στο σύστημα διακίνησης των αμφορέων, τις πτυχές του ‘εμπορίου’ που αυτά εκφράζουν και θίγει τις προεκτάσεις τους για την οικονομική και πολιτική γεωγραφία της Υστερομινωικής ΙΙΙ Κρήτης. Μέσα από τη λεπτομερή ανάλυση των αμφορέων προκύπτει ότι αυτοί που μνημονεύουν το επίθετο wa-na-ka-te-ro ή την ακροφωνική του σύντμηση wa φέρουν αρκετά ιδιότυπες επιγραφικές δομές (formulae), καθώς και γεωγραφικές αναφορές που, με βάση τις πινακίδες της Κνωσού, φαίνεται ότι σχετίζονταν τόσο με τη φαινομενικά ‘αυτόνομη’ Δυτική Κρήτη, όσο και με τοπωνύμια υψηλού κύρους από το (κυρίως νότιο) κεντρικό τμήμα του νησιού (Ομάδες a και b McArthur). Το γεγονός ότι πρόκειται ακριβώς για τις περιοχές του νησιού που παρήγαγαν και τους αμφορείς φαίνεται να επιβεβαιώνει ότι οι Κνωσιακές πινακίδες και οι ενεπίγραφοι αμφορείς αποτυπώνουν την ίδια εικόνα και ότι, κατ’ επέκταση, δεν μπορεί να είναι πολύ απομακρυσμένες χρονικά. Αυτό όχι μόνο υποστηρίζει τη χρονολόγηση των περισσότερων Κνωσιακών τεκμηρίων στην όψιμη ΥΜ ΙΙΙΑ2/ ΥΜ ΙΙΙΒ Πρώιμη, αλλά προσδίδει ιδιαίτερη σημασία και στη ‘σύμπτωση’ μεταξύ των περιοχών που παρήγαγαν αμφορείς και εκείνων με τις οποίες φέρονται να σχετίζονται οι περιώνυμοι ‘Συλλογείς’ ή ‘Κτήτορες’, σημαντικοί οικονομικοί παράγοντες που συνδέονταν με κεφαλαιώδεις ανακτορικές βιοτεχνίες. Η παραγωγή των αμφορέων εκτός Κνωσού (όπως υποστηρίζουν οι χημικές και πετρογραφικές αναλύσεις) υποδεικνύει την ύπαρξη κέντρων δραστήριων οικονομικά που θα μπορούσαν να καλύπτουν τομείς για τους οποίους το ‘ανάκτορο’ δεν φαίνεται να ενδιαφερόταν ενεργά, όπως το υπερπόντιο εμπόριο, για το οποίο οι πινακίδες φαίνονται να σιωπούν. Οι αναφορές, ωστόσο, του επιθέτου wa-na-ka-te-ro πάνω σε αμφορείς που διακινούνταν από την Κρήτη προς την ηπειρωτική Ελλάδα, δείχνει εύγλωττα ότι ο ηγεμόνας ενδιαφερόταν προσωπικά για αυτή την πτυχή του εμπορίου, κάτι που στηρίζει και η μορφολογική ανάλυση του επιθέτου: το επίθημα *-τέρος είναι αντιθετικό, δηλαδή αντιδιαστέλλει όσα σχετίζονται με τον ?άνακτα με όσα δεν είναι ‘?ανάκτερα’, ασχέτως του αν αυτά είναι ‘ανακτορικά’ ή όχι. Μπορούμε να συνδυάσουμε αυτή την παρατήρηση με (α) τη γεωγραφική ‘σύμπτωση’ ‘Συλλογέων’ και παραγωγών αμφορέων και (β) την παλαιότερη υπόθεση του Bennet κατά την οποία οι ‘Συλλογείς’/‘Κτήτορες’ ανήκαν σε εντόπιες περιφερειακές αριστοκρατίες, ίσως Μινωικές, οι οποίες παρέμειναν σε ισχύ μετά την ανάδυση της ελληνόφωνης Κνωσιακής διοίκησης. Εάν αυτές οι ομάδες στήριζαν το δίκτυο παραγωγής/ διακίνησης των αμφορέων, η αναφορά του επιθέτου wa-na-ka-te-ro σε ορισμένους από αυτούς υποδεικνύει την εμπλοκή του ηγεμόνα (αλλά όχι του ανακτόρου) σε αυτό. Έτσι, υποδεικνύεται το εξέχον κύρος και δυναμικό βεληνεκές του ηγεμόνα, που είναι ο μοναδικός πολιτικός παράγων που μπορεί να κατέχει την κορυφή του ανακτορικού μηχανισμού και να εμπλέκεται και σε εξω-ανακτορικές δομές παράλληλα. Μία ακόμη θεωρία του συγγραφέα (ακόμη υπό εκτύπωση κατά την υποστήριξη της διατριβής αλλά σύντομα εκτιθέμενη σε αυτή), κατά την οποία ο Μυκηναϊκός ηγεμονικός τίτλος (?άναξ) είναι πιθανότατα Μινωικής προέλευσης, εξηγεί θαυμάσια την υιοθέτησή του από τις ελληνόφωνες elites, οι οποίες χρειάζονταν να χειραγωγήσουν το Μινωικό ιδεολογικό οπλοστάσιο προκειμένου να διεισδύσουν επιτυχέστερα στις Κρητικές πολιτικές δομές και να τις ελέγξουν.