Κύριος σκοπός της διδακτορικής διατριβής ήταν να ερευνηθεί το αν οι τυπικά αναπτυγμένοι ενήλικες, φυσικοί ομιλητές της ελληνικής χρησιμοποιούν την προσωδία τόσο στην παραγωγή, όσο και στην κατανόηση συντακτικά αμφίσημων προτάσεων. Επιπλέον στόχος της έρευνας ήταν η μελέτη της προσωδίας (παραγωγή και κατανόηση) σε ενήλικες με Άσπεργκερ και η σύγκριση της ικανότητάς τους να χρησιμοποιούν τα προσωδιακά στοιχεία κατά την κατανόηση αμφίσημων προτάσεων (συντακτική προσωδία) και κατά την κατανόηση προτάσεων με ουδέτερο περιεχόμενο αλλά ειπωμένων με προσωδία που δηλώνει διάφορα συναισθήματα όπως χαρά, λύπη, θυμό, έκπληξη, φόβο και ουδετερότητα (συναισθηματική προσωδία). Αφορμή για την τελευταία σύγκριση ήταν το γεγονός ότι στη διεθνή βιβλιογραφία τα άτομα με Άσπεργκερ συχνά παρουσιάζονται ως ανίκανα να κατανοήσουν τα συναισθήματα των υπολοίπων ανθρώπων από τον τόνο της φωνής τους. Επομένως, θέλαμε να ελέγξουμε αν η αδυναμία τους αυτή επεκτείνεται και στην κατανόηση της συντακτικής προσωδίας. Για τους παραπάνω λόγους, διεξήχθη ένα πείραμα παραγωγής και ένα χρονομετρικό πείραμα κατανόησης, πρώτα σε 30 τυπικά αναπτυγμένους ενήλικες και μετά σε 20 ενήλικες με Άσπεργεκρ και 20 νευροτυπικούς (ομάδα έλεγχου) με τα ίδια χαρακτηριστικά με τα άτομα με Άσπεργεκρ, όσον αφορά στο φύλο, την ηλικία και τα χρόνια εκπαίδευσης. Στα πειράματα αυτά χρησιμοποιήθηκαν αμφίσημες προτάσεις Υποκειμένου / Αντικειμένου (π.χ. «Καθώς έραβε το κουμπί έπεσε στο πάτωμα»), δηλαδή προτάσεις στις οποίες η Φράση Προσδιοριστή (ΦΠρ) («το κουμπί») μπορούσε να ερμηνευτεί είτε ως αντικείμενο της δευτερεύουσας, είτε ως υποκείμενο της κύριας πρότασης. Στη δεύτερη ομάδα (20 τυπικά αναπτυγμένοι – 20 ενήλικες με Άσπεργκερ) διεξήχθη και ένα πείραμα κατανόησης συναισθηματικής προσωδίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι τυπικά αναπτυγμένοι ενήλικες χρησιμοποιούν διαφοροποιητική προσωδία προκειμένου να δηλώσουν τις δύο ερμηνείες των προτάσεων, αλλά όχι με συνέπεια. Αντιθέτως, κατά την κατανόηση δομικά αμφίσημων προτάσεων βασίζονται με συνέπεια (≈ 80%) στις προσωδιακές πληροφορίες. Όσον αφορά στους ενήλικες με Άσπεργκερ, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι χρησιμοποίησαν λιγότερες φορές τα σωστά προσωδιακά στοιχεία (στατιστικά σημαντική διαφορά), ενώ αντιμετώπισαν προβλήματα ακόμα και στη σωστή παραγωγή της προσωδίας κατά την προφορά μη αμφίσημων προτάσεων (διασπαστές προσοχής). Τα προβλήματα αυτά ήταν εστιασμένα στις προτάσεις υποκειμένου, δηλαδή στις προτάσεις στις οποίες η ΦΠρ ήταν υποκείμενο της κύριας πρότασης. Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα και από το πείραμα κατανόησης, αφού τα άτομα με Άσπεργκερ είχαν συνολικά στατιστικά χαμηλότερα ποσοστά επιτυχίας, τα οποία όμως επίσης οφείλονταν στις δομές υποκειμένου. Επίσης, η δοκιμασία κατανόησης της συναισθηματικής προσωδίας έδειξε ότι οι ενήλικες με Άσπεργκερ είχαν στατιστικά σημαντικά χαμηλά ποσοστά στην κατανόηση της έκπληξης. Τέλος, στα άτομα με Άσπεργκερ βρέθηκε συσχέτιση ανάμεσα στην επίδοση τους στην κατανόηση της συντακτικής και της συναισθηματικής προσωδίας.Οι δομές υποκειμένου θεωρούνται ως πιο σύνθετες για τον επεξεργαστή από ό,τι οι δομές αντικειμένου, ενώ η αποκωδικοποίηση του συναισθήματος της έκπληξης μπορεί να είναι δύσκολη λόγω του ότι μπορεί να συνοδευτεί από άλλα, εκ διαμέτρου αντίθετα συναισθήματα, όπως η χαρά ή η λύπη. Επομένως, τα συνολικά αποτελέσματα δείχνουν ότι τα άτομα με Άσπεργκερ δυσκολεύονται με τις πιο απαιτητικές μορφές της συντακτικής και της συναισθηματικής προσωδίας, δηλαδή με τις δομές υποκειμένου και με το συναίσθημα της έκπληξης αντίστοιχα.