Tις τελευταίες δεκαετίες μια σημαντική πρόκληση που οι σύγχρονες κοινωνίες καλούνται να αντιμετωπίσουν αφορά τη συμβίωση των τοπικών επιχειρήσεων με τις τοπικές κοινωνίες, ειδικά σε περιοχές με έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα. Η διερεύνηση αυτού του πεδίου είναι εξαιρετικά σημαντική καθώς οι τοπικές κοινωνίες εξαρτώνται από τη δραστηριότητα των τοπικών επιχειρήσεων οι οποίες όμως με τη σειρά τους συχνά αποτελούν βασική αιτία περιβαλλοντικής υποβάθμισης και μείωσης του επιπέδου ποιότητας ζωής. Παρά την αύξηση μελετών που εξετάζουν τη σχέση τοπικών κοινωνιών και επιχειρήσεων, είναι πολύ περιορισμένος ο αριθμός των αναλύσεων που εστιάζουν στην εκτίμηση της κοινωνικής και οικονομικής διάστασης της αειφορίας και των συνιστωσών που διέπουν τη σχέση κοινωνίας και επιχειρήσεων. Kύριοι στόχοι της παρούσας διατριβής ήταν α) η ανάδειξη ενός νέου θεωρητικού πλαισίου στο οποίο ενσωματώνονται οι δείκτες της κοινωνικής αειφορίας ως επεξηγηματικοί παράγοντες της σχέσης τοπικών κοινωνιών και επιχειρήσεων, β) η εμπειρική διερεύνηση αυτού του θεωρητικού πλαισίου και γ) η ανάδειξη τρόπων μέσω των οποίων οι δείκτες κοινωνικής αειφορίας μπορούν να αποτελέσουν μέρος μιας διαδικασίας αποτελεσματικού περιβαλλοντικού σχεδιασμού σε περιβαλλοντικά υποβαθμισμένες περιοχές. Το θεωρητικό πλαίσιο της διατριβής ανέδειξε την ανάγκη συνδυαστικής ανάλυσης παραγόντων οι οποίοι είναι καθοριστικοί για την κατανόηση και βελτίωση της σχέσης κοινωνίας και επιχειρήσεων. Ως μελέτη περίπτωσης επιλέχθηκε η περιοχή του Ασωπού ποταμού και ειδικότερα οι 21 κοινότητες που βρίσκονται πλησίον του ποταμού. Η συγκεκριμένη περιοχή έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς εντός των ορίων της δραστηριοποιούνται ρυπογόνες βιομηχανίες με αποτέλεσμα τις τελευταίες δεκαετίες να έχει παρατηρηθεί μείωση της περιβαλλοντικής ποιότητας με σημαντικές κοινωνικό-οικονομικές επιπτώσεις. Τα κεντρικά επιστημονικά ερωτήματα της διατριβής εξετάστηκαν μέσω ενός συνδυασμού ποσοτικών και ποιοτικών κοινωνικών μεθοδολογιών. Από τα αποτελέσματα της εμπειρικής έρευνας αναδείχθηκε η σημαντικότητα εξέτασης του επιπέδου γνώσης και οι αντιλήψεις των πολιτών για την περιβαλλοντική ποιότητα περιβαλλοντικά υποβαθμισμένων περιοχών και για τις κοινωνικά ωφέλιμες επιχειρηματικές δράσεις από τις τοπικές επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα, αποδείχθηκε ότι συγκεκριμένοι κοινωνικοί δείκτες, όπως τα επίπεδα εμπιστοσύνης, τα άτυπα κοινωνικά δίκτυα και η ποιότητα ζωής αποτέλεσαν σημαντικούς παράγοντες καθορισμού της σχέσης τοπικών κοινωνιών και επιχειρήσεων. Τέλος, μια επιπλέον σημαντική συμβολή της διατριβής αποτέλεσε η μέτρηση δεικτών αειφορίας μέσω μιας συμμετοχικής διαδικασίας. Στα τελικά συμπεράσματα της διατριβής τονίζεται η ανάγκη διερεύνησης των επιπέδων τοπικής γνώσης και αντιλήψεων αλλά και η σημαντικότητα επαναμέτρησης των δεικτών αειφορίας με μεθοδολογίες οι οποίες ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των πολιτών προκειμένου να οδηγηθούμε σε έναν πιο αποτελεσματικό σχεδιασμό περιβαλλοντικών πολιτικών.