Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της σχέσης της σχολικής και διαδικτυακής θυματοποίησης και των στρατηγικών αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων (προσέγγισης, συναισθήματος, αποστασιοποίησης) με την ψυχοκοινωνική επάρκεια σε μαθητές με και χωρίς Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/ Υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ). Στην έρευνα συμμετείχαν 682 μαθητές Πρωτοβάθμιας (Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού) και Δευτεροβάθμιας (Α΄, Β΄ και Γ΄ Γυμνασίου) Εκπαίδευσης (Μ.Ο. ηλικίας: 12,74 έτη, Τ.Α.=±1,48 , 46% αγόρια) εκ των οποίων οι 107 είχαν διάγνωση ΔΕΠ-Υ. Για τις ανάγκες της έρευνας χορηγήθηκαν: Το Ερωτηματολόγιο Εκφοβισμού/Θυματοποίησης (The Revised Olweus Bully/Victim Questionnaire, [OBVQ], (Olweus, 1996, 2006. Solberg & Olweus, 2003), το Ερωτηματολόγιο Διαδικτυακού Εκφοβισμού (Cyberbullying Questionnaire, Smith, Mahdavi, Carvalho, & Tippett, 2006), το Εργαλείο Ψυχοκοινωνικής Προσαρμογής παιδιών σχολικής ηλικίας ή Τεστ Ψυχοκοινωνικής Προσαρμογής (Χατζηχρήστου, Πολυχρόνη, Μπεζεβέγκης, & Μυλωνάς, 2008α), το Ερωτηματολόγιο Στρατηγικών Αντιμετώπισης Αγχογόνων Καταστάσεων (Self-Report Coping Scale, [SRCS], Causey & Dubow, 1992. Kochenderfer-Ladd & Skinner, 2002) και ένα ερωτηματολόγιο δημογραφικών στοιχείων. Πιο συγκεκριμένα, για τον έλεγχο των υποθέσεων της έρευνας, στην περίπτωση των μαθητών χωρίς τη διαταραχή (Ομάδα Ελέγχου-ΟΕ) δημιουργήθηκε ένα δομικό μοντέλο εξίσωσης με εξαρτημένη μεταβλητή την ψυχοκοινωνική επάρκεια και ανεξάρτητες μεταβλητές τη σχολική και διαδικτυακή θυματοποίηση. Στο πλαίσιο αυτό, επιχειρήθηκε η εξέταση του διαμεσολαβητικού ρόλου των επιμέρους στρατηγικών αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων. Το μοντέλο είχε καλή προσαρμογή στα δεδομένα, καθώς με βάση τους δείκτες καλής προσαρμογής που μελετήθηκαν, παρατηρήθηκε ότι οι τιμές του μοντέλου ήταν ικανοποιητικές (χ2/df = 4,12 < 5, df = 56, CFI =0,96 ≥ 0,90, RMSEA =0,07 & SRMR =0,04 <0,08). Η έρευνα εντόπισε ότι η σχολική και διαδικτυακή θυματοποίηση για τους μαθητές της ΟΕ προέβλεπε αρνητικά την ψυχοκοινωνική επάρκεια τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, διαμέσου των στρατηγικών προσέγγισης και συναισθήματος. Παράλληλα, οι στρατηγικές προσέγγισης αποτέλεσαν θετικό προβλεπτικό παράγοντα της ψυχοκοινωνικής επάρκειας. Τα ευρήματα αυτά επισημαίνουν τον σημαντικό ρόλο που ενδέχεται να διαδραματίζει η επιλογή και η αποφυγή συγκεκριμένων στρατηγικών στην ψυχοκοινωνική επάρκεια των μαθητών. Παράλληλα, στην περίπτωση των παιδιών με ΔΕΠ-Υ, προκειμένου να ελεγχθούν οι παραπάνω σχέσεις, πραγματοποιήθηκε διαμεσολαβητική ανάλυση παλινδρόμησης. Τα ευρήματα επιβεβαιώνουν και για τους μαθητές με ΔΕΠ-Υ τη διαμεσολαβητική επίδραση των στρατηγικών και ειδικότερα τη θετική επίδραση των στρατηγικών προσέγγισης στην ψυχοκοινωνική επάρκεια και τη δυσπροσαρμοστικότητα των στρατηγικών συναισθήματος και αποστασιοποίησης στην εν λόγω μεταβλητή. Επίσης, οι ομάδες του δείγματος συγκρίθηκαν ως προς τον σχολικό και διαδικτυακό εκφοβισμό, τις στρατηγικές και την ψυχοκοινωνική επάρκεια. Τα αποτελέσματα της έρευνας αναδεικνύουν την ανάγκη πρόληψης και αντιμετώπισης φαινομένων σχολικού και διαδικτυακού εκφοβισμού για την ψυχοκοινωνική επάρκεια όλων των μαθητών, ενώ παράλληλα υπογραμμίζουν τη σημασία της διδασκαλίας των κατάλληλων στρατηγικών αντιμετώπισης αγχογόνων καταστάσεων. Ιδιαίτερη μέριμνα θα πρέπει να δοθεί στους μαθητές με ΔΕΠ-Υ, λόγω της υψηλής εμπλοκής στο φαινόμενο και της αναποτελεσματικής διαχείρισης του αγχογόνου παραγοντα.