Την τελευταία δεκαετία, σημειώθηκε μία εντυπωσιακή αύξηση στη βιβλιογραφία σχετικά με τις τραπεζικές κρίσεις, με τους ερευνητές να εστιάζουν στην ανάπτυξη μηχανισμών για πρόβλεψη τραπεζικών κρίσεων –συστημικών ή απομονωμένων, όπως τα Συστήματα Έγκαιρης Προειδοποίησης. Τα υποδείγματα αυτά διαφοροποιούνται μεταξύ τους ως προς το πεδίο εφαρμογής, τον ορισμό της κρίσης, τους επεξηγηματικούς παράγοντες, τη μεθοδολογία και τον τρόπο πρόβλεψης. Στην παρούσα έρευνα, στόχος είναι η δημιουργία ενός Συστήματος Έγκαιρης Προειδοποίησης κρίσεων τραπεζικού συστήματος στην Ευρωζώνη. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται στοιχεία από τη νέα Μακροπροληπτική Βάση Δεδομένων τής Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Στο πρώτο μέρος, γίνεται μία εκτενής βιβλιογραφική ανασκόπηση που αφορά σε συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης τραπεζικών κρίσεων και τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται. Στη συνέχεια, εστιάζουμε στη διαμόρφωση του ερευνητικού αντικειμένου και στην πλαισίωση της εμπειρικής μας μελέτης. Στο δεύτερο μέρος, προχωράμε σε μία εφαρμογή της πιο διαδεδομένης και δημοφιλούς μεθόδου που χρησιμοποιείται, με βάση τη βιβλιογραφία, σε αυτού του είδους τα Συστήματα, της δυαδικής πολυμεταβλητής λογιστικής παλινδρόμησης. Η αρχική εφαρμογή επιλέχτηκε να γίνει σε δέκα τραπεζικά συστήματα της Ευρωζώνης για τα οποία υπήρχε πλήρης διαθεσιμότητα δεδομένων, για την περίοδο από το 1999 έως και το 2016, στη Μακροπροληπτική Βάση Δεδομένων της ΕΚΤ. Ως μεταβλητές έχουν χρησιμοποιηθεί κλασικές μακροοικονομικές παράμετροι, τραπεζικοί δείκτες καθώς και, για πρώτη φορά, δύο σύνθετοι δείκτες κινδύνου της ΕΚΤ, ένας δείκτης επενδυτικού αισθήματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ένας οικονομικής ελευθερίας από το Ινστιτούτο “Heritage”. Ως εξαρτημένη χρησιμοποιείται δυαδική μεταβλητή για την τραπεζική κρίση, η οποία λαμβάνει την τιμή «1» για την «περίοδος έγκαιρης προειδοποίησης» που ορίζουμε και ως στόχο έχουμε την πρόβλεψή της. Ακολουθεί η εφαρμογή μίας σειράς ελέγχων αξιοπιστίας στο μοντέλο αυτό, καθώς και έλεγχοι με δεδομένα εκτός του δείγματος, προκειμένου να καταλήξουμε στο πιο αξιόπιστο μεθοδολογικά μοντέλο και την καλύτερη δυνατή προσέγγιση της συστημικής τραπεζικής κρίσης. Στο τρίτο μέρος, γίνεται εφαρμογή ενός πολυωνυμικού μοντέλου λογιστικής συνάρτησης, στα δεδομένα του αρχικού δείγματος, με τις ίδιες επεξηγηματικές μεταβλητές, λαμβάνοντας υπόψη όμως ξεχωριστά τις παρατηρήσεις που ακολουθούν την κρίση μέχρι να επανέλθει η ομαλότητα, μία περίοδο που χαρακτηρίζεται στη βιβλιογραφία ως “crisis duration period” και “post-crisis period”. Επαναλαμβάνονται οι περισσότεροι έλεγχοι αξιοπιστίας που εφαρμόστηκαν στο προηγούμενο μέρος. Τέλος, καταλήγουμε ότι το δυαδικό μοντέλο πολυμεταβλητής λογιστικής συνάρτησης, για την πρόβλεψη μιας τριετούς περιόδου έγκαιρης προειδοποίησης πριν το ξέσπασμα συστημικών τραπεζικών κρίσεων, όπως αυτή του 2008, στα τραπεζικά συστήματα των βασικών κρατών-μελών της Ευρωζώνης, παραμένει το πιο αξιόπιστο, ύστερα από την εφαρμογή όλων των ελέγχων ευρωστίας που λαμβάνουν χώρα στην παρούσα έρευνα και, επιπλέον, υπερτερεί σαφώς έναντι του αντίστοιχου πολυωνυμικού μοντέλου στο συγκεκριμένο τουλάχιστον δείγμα. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι οι δείκτες κινδύνου, που παρέχονται από τη Μακροπροληπτική Βάση Δεδομένων της ΕΚΤ σε επίπεδο τραπεζικών συστημάτων της Ευρωζώνης, αποτελούν ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την πρόβλεψη συστημικών τραπεζικών κρίσεων.