Introduction: Diet and physical activity might be associated with the risk of allergic diseases in childhood. However, evidence in literature is sparse and diverse. We aim to examine the associations between four healthy dietary consumption pattern drinks, plus the adherence to a physically active lifestyle with atopic diseases (asthma, allergic rhinitis and eczema) in adolescence and their relative importance. Methods: A total of 1934 adolescents (921 boys, 47.5%) and their parents completed a validated questionnaire assessing atopic diseases’ symptoms prevalence in the past 12 months, as well as nutritional and physical activity information. Four healthy dietary and one physical active lifestyle patterns were identified and logistic regression was applied to assess their relation with allergic diseases. Results: A high weekly consumption of fruits, vegetables and pulses and low consumption of unhealthy foods was negatively associated with all atopic symptoms while adherence to a physical active lifestyle was inversely associated with asthma and allergic rhinitis symptoms and dairy products with asthma and eczema symptoms in the past 12 months after adjustment for several confounders (all p < 0.05). Fruits, vegetables and pulses consumption per week emerged as the most important lifestyle pattern negatively associated for all atopic diseases, after the adjustment for all the remaining lifestyle patterns and confounders (all p < 0.05) Conclusions: Our findings suggest that a high fruit, vegetable and pulse intake should be the first lifestyle intervention every clinician and public health care worker evolving in the management of atopic adolescents should encourage and promote.
Background: Evidence suggests that nutritional factors, such as consumption of fruits and vegetables, along with socioeconomic factors such as parental education level, are associated with asthma prevalence. Our study examined the role of parental education in the association between fruit and vegetable consumption and adolescent asthma. Methods: 1934 adolescents (mean age: 12.7 years, standard deviation: 0.6 years, boys: 47.5%) and their parents were voluntarily enrolled and completed a validated questionnaire assessing current asthma status, fruit and vegetable consumption and parental educational level. Participants were categorized as high or low intake for five food groups: fruits, cooked vegetables, raw vegetables, all vegetables (cooked and raw), and all three food groups together (fruits and all vegetables). Results: Adolescents who were high consumers of all three food groups (fruits, cooked and raw vegetables) were less likely to have asthma, adjusted for several confounders (adjusted odds ratio (aOR): 0.53, 95% confidence interval (CI): 0.25–0.97). Moreover, in adolescents who had parents with tertiary education and were in the high consumption of all three food groups, the inverse association was almost twofold higher than the one for adolescents with parents of primary/secondary education (aOR: 0.35, 95% CI: (0.21–0.89) and aOR: 0.61, 95% CI: (0.47–0.93) respectively). Conclusions: Our findings highlight the importance of the adoption of a diet rich in fruits and vegetables for all asthmatic adolescents and emphasize the important role of parental influences in this association.
Introduction: The contribution of dietary patterns in the occurrence of atopic diseases, mainly asthma, allergic rhinits, and eczema is ambiguous. Our study examined the association between the level of adherence to the Mediterranean diet (MedDiet) and the prevalence of atopic diseases in adolescence. Methods: A total of 1934 adolescents (boys: 47.5%, mean age [standard variation]: 12.7[0.6] years) enrolled voluntarily. Participants completed a validated questionnaire on atopic disease status, dietary habits, and other sociodemographic and lifestyle characteristics. KIDMED score was used for the evaluation of adherence to the MedDiet. Discriminant analysis was applied to the hierarchy of foods and beverages consumed in relation to the presence of atopic diseases. Results: Logistic regression analyses revealed that adolescents with moderate and good adher-ence to the MedDiet had 34 and 60% lower odds of having any asthma symptoms, respectively, and 20 and 41% lower odds of having any allergic rhinitis symptoms, respectively, adjusted for several confounders. The food group with the most important contribution to the MedDiet was cooked and raw vegetables, followed by fruits (Wilk’s λ = 0.881 and λ = 0.957, respectively). Conclusion: Our study provided evidence for a strong and inverse association between the level of adherence to the MedDiet and the occurrence of asthma and allergic rhinitis symptoms and signified the importance of contribution of fruits and vegetable consumption in this association. Thus, the promotion of MedDiet could be an efficient lifestyle intervention that can contribute to the reduction of the burden of these atopic diseases in adolescents.
Objective Asthma is a major contributor to childhood morbidity. Several environmental and socioeconomic status (SES) factors have been implicated in its etiopathogeneses such as indoor moisture and parental education level. Our study examined the association between exposure to indoor dampness and/or mould (IDM) with adolescent asthma and how parental education could modify or mediate this relationship. Method A total of 1934 adolescents (boys: 47.5%, mean age (standard variation): 12.7(0.6) years) and their parents were voluntarily enrolled and completed a validated questionnaire on adolescents’ asthma status, parental educational level, and adolescents’ indoor exposure to IDM during three different lifetime periods, i.e., pregnancy, the first year of life and the current time. Results There was a significant modification effect of parental education only for the current exposure; higher parental education lowered almost 50% the odds of IDM and asthma (adjusted odds ratio (aOR): 1.96, 95% Confidence Intervals (CI): (1.05–3.68) and aOR:1.55, 95% CI (1.04–2.32), for primary/secondary and tertiary parental education, respectively). Conclusion Adolescents whose parents had a higher education level had lesser odds to have asthma, even if they were exposed to a moisture home environment. This could be attributed to the increased knowledge about asthma risk factors and the improved measures for the amelioration of moisture-home environment that highly educated parents are more likely to take. Further research is needed in order to elucidate the interweaved role of family SES in the aforementioned relation.
Η ακουστική περιγραφή (audio description) είναι μια υπηρεσία που επιτρέπει την πρόσβαση στα οπτικοακουστικά μέσα σε άτομα με δυσκολίες ή απώλεια όρασης. Υπάγεται στον κλάδο της οπτικοακουστικής μετάφρασης και, ουσιαστικά, συνίσταται στην περιγραφή των εικόνων στα σιωπηλά διαλείμματα μεταξύ των διαλόγων. Αν και έχει κατασταθεί σαφής η ανάγκη καθολικής προσβασιμότητας στο οπτικοακουστικό περιεχόμενο τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, μέσα από κανονισμούς που εκδόθηκαν και παροτρύνουν τους παρόχους να προσφέρουν τουλάχιστον τμήμα των προγραμμάτων τους με ακουστική περιγραφή, η οδηγία αυτή δεν ακολουθείται με τον ίδιο ρυθμό σε όλες τις χώρες παγκοσμίως. Σε αντίθεση με άλλες χώρες με μακρά παράδοση στην ακουστική περιγραφή (πχ Ηνωμένο Βασίλειο), στην Ελλάδα η υπηρεσία αυτή είναι σχετικά άγνωστη στο ευρύ κοινό. Ακαδημαϊκά, έχει εκδοθεί ένας σύντομος οδηγός ακουστικής περιγραφής (Γεωργακοπούλου, 2008), ενώ πρακτικά η ακουστική περιγραφή εφαρμόζεται σε συγκεκριμένες κινηματογραφικές προβολές, συνήθως στο πλαίσιο κινηματογραφικών φεστιβάλ, ενώ γίνονται κάποιες ιδιωτικές πρωτοβουλίες σχετικά με την ακουστική περιγραφή σε θεατρικές παραστάσεις. Αντιλαμβανόμενοι την έλλειψη εκτενούς βιβλιογραφίας στα ελληνικά, αποφασίσαμε να συντάξουμε έναν πλήρη οδηγό για τη βέλτιστη εφαρμογή της ακουστικής περιγραφής στα ελληνικά, χρησιμοποιώντας ως υλικό μεγάλου μήκους σύγχρονες ελληνικές κινηματογραφικές ταινίες («Το τανγκό των Χριστουγέννων», σκην. Νίκος Κουτελιδάκης, «Ταξίδι στη Μυτιλήνη», σκην. Λάκης Παπαστάθης, «Έτερος Εγώ» , σκην. Σωτήρης Τσαφούλιας). Η έρευνά μας βασίστηκε σε τρεις άξονες: την επιλογή, περιγραφή και προβολή ταινιών με σκοπό τη συλλογή αποτελεσμάτων μέσα από μελέτες πρόσληψης (με παρουσία κοινού ατόμων με δυσκολίες όρασης), τη μελέτη των διεθνών και ξενόγλωσσων κατευθυντήριων οδηγιών και την «εσωτερική» έρευνα που διεξήγαμε όσον αφορά στην αναζήτηση της κατάλληλης λέξης στην ακουστική περιγραφή. Οι τρεις αυτοί ερευνητικοί άξονες μάς οδήγησαν στη σύνταξη ενός πλήρους οδηγού που μπορεί να βρει άμεση εφαρμογή στην κοινότητα (ως βοήθημα επιτυχούς εκτέλεσης ακουστικής περιγραφής στον κινηματογράφο), αλλά έχει και ακαδημαϊκή αξία, καθώς εμπλουτίζει την εγχώρια, μα και τη διεθνή γνώση.Η ακουστική περιγραφή είναι η τεχνική εισαγωγής ακουστικών διηγήσεων, επεξηγήσεων και περιγραφών των σκηνικών, των χαρακτήρων και της δράσης που προβάλλονται σε πληθώρα οπτικοακουστικών μέσων, όταν αυτά δεν επεξηγούνται από την κανονική ροή του προγράμματος (Matamala & Orero, 2013). Η ακουστική περιγραφή μπορεί να εφαρμοστεί σε διαφορετικά είδη οπτικοακουστικών κειμένων (κινηματογράφο, θεατρικές παραστάσεις, όπερα, μουσεία και έργα τέχνης κλπ). Φυσικά, οι τεχνικές διαφέρουν ανάλογα με το είδος του κειμένου-πηγή (για παράδειγμα, στα στατικά έργα τέχνης, όπως είναι οι πίνακες ζωγραφικής και τα γλυπτά, συνήθως ακολουθείται μια μέθοδος που ονομάζεται πολυαισθητηριακή ακουστική περιγραφή (Neves, 2016), όπου επιστρατεύονται και άλλες αισθήσεις πέραν της ακοής για μεγιστοποίηση της κατανόησης και απόλαυσης απ’ την πλευρά των αποδεκτών). Σημαντικό ρόλο, όπως είναι αναμενόμενο, διαδραματίζει στην ακουστική περιγραφή ο ήχος και το ηχοτοπίο, δεδομένου ότι για τον αποδέκτη το ηχητικό κανάλι είναι ο κύριος τρόπος μετάδοσης της πληροφορίας. Σημαντικό τμήμα της θεωρίας, που βέβαια δεν συγκαταλέγεται στις ξενόγλωσσες κατευθυντήριες οδηγίες (πέραν των ευρωπαϊκών οδηγιών που εκδόθηκαν απ’ το πρόγραμμα ADLAB), είναι η ακουστική εισαγωγή. Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα συνεχόμενο τμήμα πρόζας που εκφωνείται πριν τους τίτλους αρχής μιας ταινίας και περιλαμβάνει πληροφορίες για την ταινία, τους συντελεστές, τα σκηνικά, προσφέρει μια σύντομη περίληψη και εισάγει τους χαρακτήρες στο κοινό. Επίσης, έχει και πληροφοριακό/ενημερωτικό χαρακτήρα, καθώς δίνει πληροφορίες στο κοινό σχετικά με τον τρόπο χρήσης και τις ρυθμίσεις των ακουστικών τους.Τα ερευνητικά μας ερωτήματα αφορούν στον ρόλο, το περιεχόμενο και τη διάρκεια της ακουστικής εισαγωγής, τη διαχείριση των βραχέων και μακρών τοπικών μετατοπίσεων, τη διαχείριση των βραχέων και μακρών χρονικών μετατοπίσεων, την υποκειμενικότητα στον λόγο και στην έκφραση. Τα ερωτήματα αυτά απαντήθηκαν μέσα από ερωτηματολόγια που μοιράστηκαν στο κοινό που συμμετείχε στις προβολές των τριών ταινιών που περιγράφηκαν και προβλήθηκαν. Πέραν αυτού, διεξήγαμε μια έρευνα χωρίς την παρουσία κοινού σχετικά με την αξιολόγηση των γλωσσικών μας επιλογών. Για την ακρίβεια, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η γλώσσα είναι το μοναδικό και πιο πολύτιμο εργαλείο στα χέρια ενός περιγραφέα, θεωρούμε ότι οι επιλογές που θα κάνει θα μπορέσουν να μεταδώσουν το ακριβές νόημα και να προάγουν την κατανόηση και την ψυχαγωγία του κοινού, αλλά ταυτόχρονα μπορούν και να αποπροσανατολίσουν τους αποδέκτες και να προκαλέσουν σύγχυση. Θέλαμε να δημιουργήσουμε κριτήρια σύμφωνα με τα οποία θα μπορούσε ένας περιγραφέας να επιλέξει την κατάλληλη λέξη ή φράση, δηλαδή τη λέξη ή φράση που θα επιτύγχανε τη μέγιστη νοηματική και υφολογική ισοδυναμία με το οπτικά εκφερόμενο μήνυμα. Θέσαμε κριτήρια αξιολόγησης και, στη συνέχεια, θέλοντας να επεξηγήσουμε τη λειτουργία τους αλλά και να αποδείξουμε την πρακτική τους χρησιμότητα, αντλήσαμε παραδείγματα από δύο εκ των τριών ταινιών, τα οποία θέσαμε υπό αξιολόγηση, χρησιμοποιώντας τα κριτήριά μας.Εκτός από τα ερωτήματα αυτά, οι απαντήσεις στα οποία οδήγησαν στη σύνταξη του οδηγού ακουστικής περιγραφής στα ελληνικά, επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα της διδασκαλίας του μεταφραστικού αυτού είδους. Πιο συγκεκριμένα, προτείναμε η ακουστική περιγραφή να διδάσκεται είτε στο πλαίσιο ενός προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών με θέμα την οπτικοακουστική μετάφραση είτε κατά μόνας, σε ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα αφιερωμένο μόνο στην ακουστική περιγραφή και τις υποκατηγορίες της. Η δεύτερη πρότασή μας αποτελεί παγκόσμια καινοτομία, καθώς η έρευνά μας έδειξε ότι σε κανένα ίδρυμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν προσφέρεται κάτι παρόμοιο. Φυσικά, πρέπει να γίνει σαφές ότι η προσέγγισή μας είναι αρκετά προκαταρκτική: μια ολοκληρωμένη πρόταση θα πρέπει να περιέχει θεωρία της διδακτικής και της παιδαγωγικής και θα χρειαστεί να αφιερωθεί στο ζήτημα αυτό μια ολόκληρη διδακτορική διατριβή, που θα συμπεριλαμβάνει μαθησιακούς στόχους κλπ. Αποφασίσαμε, παρ’ όλα αυτά να συμπεριλάβουμε την πρότασή μας, διότι θέλαμε η διατριβή μας να θέσει βάσεις για τον κλάδο αυτό στην Ελλάδα και θεωρήσαμε ότι χωρίς μια αναφορά στον τρόπο εκπαίδευσης των μελλοντικών περιγραφέων, η έρευνά μας δεν θα ήταν το ίδιο σφαιρική.Έχοντας συλλέξει απαντήσεις από το κοινό που παρευρέθηκε στις προβολές μας, τις αναλύσαμε και προσπαθήσαμε, μάλιστα, να αντιληφθούμε τους λόγους πίσω από τις πιθανές ανομοιογένειες. Επιχειρήσαμε να κάνουμε μια σύντομη ανάλυση των προτιμήσεων του κοινού, οι οποίες άλλοτε ήταν αναμενόμενες, άλλοτε μας εξέπληξαν. Έπειτα, αναλύσαμε τις γλωσσικές επιλογές που κάναμε σε δύο εκ των τριών ταινιών («Το τανγκό των Χριστουγέννων» και «Ταξίδι στη Μυτιλήνη»). Επιλέξαμε αυτές τις δύο ταινίες, διότι λόγω είδους (ρομαντική και δραματική αντίστοιχα) μπορούσαμε να αντλήσουμε πολλά παραδείγματα υφολογικής ισοδυναμίας, ενώ το γεγονός ότι διαδραματίζονται σε διαφορετικές πραγματικότητες και έχουν αναδρομές στο παρελθόν κατέστησε αναγκαία την προσαρμογή της γλώσσας τόσο στο ύφος των ταινιών (πχ λαϊκότροπες εκφράσεις ταιριαστές στο μυτιληνιό ιδίωμα που χαρακτήριζε το «Ταξίδι στη Μυτιλήνη») όσο και στο κινηματογραφικό συγκείμενο (πχ στρατόπεδο του Έβρου στο «Το τανγκό των Χριστουγέννων»). Θεωρούμε ότι αυτή η ανάλυση της χρήσης της γλώσσας υπογραμμίζει τη σημασία της εύρεσης της βέλτιστης, σύμφωνα με τα κριτήρια που θέσαμε, λέξης/έκφρασης, αλλά παρουσιάζει και πρακτικά τον τρόπο χρήσης των κριτηρίων αυτών.Έχοντας μελετήσει όλα τα παραπάνω, συντάξαμε έναν οδηγό ακουστικής περιγραφής, που συμπεριλάμβανε τις εξής οδηγίες: 1. Πριν απ’ την περιγραφή 1. Επιλογή οπτικοακουστικού υλικού 2. Προκαταρκτική έρευνα 3. Ανάγνωση οπτικοακουστικού κειμένου 2. Μεταφραστικές επιλογές 1. Τοποθέτηση/εισαγωγή περιγραφών 2. Περιεχόμενο περιγραφών/σύνταξη σεναρίου 3. Εκφώνηση και ηχογράφηση 3. Ακουστική εισαγωγή 1. Περιεχόμενο ακουστικής εισαγωγής 2. Διάρκεια ακουστικής εισαγωγής 3. Ανάγκη για ακουστική εισαγωγή 4. Χρονικές μετατοπίσεις και διαχείριση 5. Τοπικές μετατοπίσεις και διαχείριση 6. Υποκειμενικότητα και δημιουργική ακουστική περιγραφή Κάθε οδηγία συνοδεύτηκε από παραδείγματα, ώστε να γίνεται πιο κατανοητό το περιεχόμενό της. Αξίζει να αναφερθεί ξανά ότι κάθε οδηγία, κάθε υποκεφάλαιο που προσεγγίστηκε και αναλύθηκε στην έρευνά μας θα μπορούσε να αποτελεί ξεχωριστή διδακτορική διατριβή, το αντικείμενο μιας πολύ πιο εξειδικευμένης έρευνας. Παρόλα αυτά, η έρευνά μας είναι κοινωνικοκεντρική, δηλαδή θέλαμε να μπορεί να βρει άμεση εφαρμογή στην κοινότητα. Μια πολύ εξειδικευμένη ανάλυση ενός μόνο στοιχείου του κλάδου θα είχε, βεβαίως, ακαδημαϊκή και επιστημονική αξία, αλλά δεν θα συνεισέφερε- ακόμα- στην εξέλιξη του κλάδου στην Ελλάδα. Ένας αναλυτικός κατάλογος των αναγνωρίσιμων και μη ήχων και ηχητικών εφέ θα προσέφερε σημαντικά στη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί άμεσα προς όφελος του ελληνικού κοινού.Στο τέλος της έρευνας, έγινε μια αναφορά σε μελλοντικές πιο εξειδικευμένες μελέτες που θα εμπλούτιζαν σημαντικά τη διεθνή γνώση, ενώ καταστάθηκε ξεκάθαρο ότι ο κλάδος αυτός, ειδικά στα ελληνικά, είναι μια γη σχετικά ανεξερεύνητη, με πολύ υλικό προς μελέτη. Φροντίσαμε να διευκρινίσουμε ότι οι έρευνες με παρουσία κοινού, αλλιώς οι μελέτες πρόσληψης, είναι εκείνες που μπορούν να δώσουν μια πολύ σαφή εικόνα σχετικά με τις προτιμήσεις του κοινού, καθώς συνομιλώντας με τους άμεσα ενδιαφερόμενους, ο ερευνητής μπορεί να σημειώσει και να λάβει υπόψη του τις ανάγκες τους και στη συνέχεια να προσπαθήσει να τις εξυπηρετήσει με τον βέλτιστο τρόπο. Σε κάθε περίπτωση η έρευνά μας υπογράμμισε την πολυπλοκότητα της ακουστικής περιγραφής ως μεταφραστικής διαδικασίας, τη χρησιμότητά της στην κοινότητα και τη σημασία περαιτέρω ερευνών και προσπαθειών εξέλιξης του κλάδου στα ελληνικά.Βιβλιογραφία • Γεωργακοπούλου, Γ. (2008). Μια εικόνα χίλιες λέξεις: η ακουστική περιγραφή από την ECI στην Ελλάδα. European Captioning Institute Ltd. • Matamala, A. & Orero, P. (2013). Standardising audio description. Italian Journal of Special Education for Inclusion, 1, 149- 155. • Neves, J. (2016). Redefining Access: Embracing multimodality, memorability and sharedexperience in Museums. Curaton: The Museun Journal. 59(3), 263-286. Φιλμογραφία • Κουτελιδάκης, Ν. (2011). Το τανγκό των Χριστουγέννων. N-Orasis Audiovisual. • Παπαστάθης, Λ. (2010). Ταξίδι στη Μυτιλήνη. Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση (ΕΡΤ) & Nova. • Τσαφούλιας, Σ. (2017). Έτερος Εγώ. Green Dragon & Blonde.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
customersupport@researchsolutions.com
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.
Copyright © 2025 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.