Η αγγειογένεση είναι ένας πολύπλοκος καταρράκτης παραγόντων που συνεργάζονται με στόχο την ανάπτυξη νέων αγγείων από ήδη προϋπάρχοντα. Η νεοαγγείωση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση στην ανάπτυξη όλων των αναπτυσσόμενων ιστών αλλά και όλων των όγκων. Οι ενδοκρινείς αδένες με την πλούσια αγγείωσή τους αποτέλεσαν έναυσμα έρευνας της αγγειογένεσης. Σκοπός της μελέτης είναι η διερεύνηση των αγγειογενετικών παραγόντων στις παθήσεις των παραθυρεοειδών αδένων (αδένωμα, διάχυτη υπερπλασία, καρκίνωμα). Μελετήθηκαν ιστολογικά παρασκευάσματα 46 ασθενών (20Α - 26Γ), Μ.Η. 48,6 και 54,3 έτη αντίστοιχα. Οι 18/46 (39,1%) χειρουργήθηκαν για αδένωμα παραθυρεοειδούς, 22/46 (47,8%) για διάχυτη υπερπλασία, 3/46 (6,5%) για καρκίνωμα, ενώ υπήρχαν και 3/46 (6,5%) φυσιολογικοί παραθυρεοειδείς αδένες. Ανιχνεύθηκαν με ανοσοϊστοχημικές μεθόδους οι αγγειογενετικοί παράγοντες VEGF και TP, η αγγειακή πυκνότητα (έκφραση αντισώματος CD-31) και ο κυτταρικός πολλαπλασιασμός (αντιγόνο Ki-67). Συσχετίσθηκαν ανάλογα με την πάθηση, το φύλο, την ηλικία και το βάρος των παραθυρεοειδών αδένων. Τα αποτελέσματα αναλύθηκαν και συγκρίθηκαν με το fisher’s exact test ή το unpaired two tailed t-test. Αποτελέσματα: α) δεν διαπιστώθηκε διαφορά συχνότητας εμφάνισης αδενώματος και διάχυτης υπερπλασίας στα δύο φύλα, β) το μέσο βάρος των αδενωμάτων βρέθηκε στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερο από αυτό των αδένων με διάχυτη υπερπλασία (ρ=0,007), και από των φυσιολογικών (ρ<0,0001), γ) η αγγειακή πυκνότητα (VD) βρέθηκε υψηλότερη στη διάχυτη υπερπλασία σε σύγκριση με το αδένωμα, και στο αδένωμα σε σύγκριση με τους φυσιολογικούς (στατιστικά μη σημαντική), δ) η έκφραση του VEGF ήταν υψηλότερη στην διάχυτη υπερπλασία σε σύγκριση με το αδένωμα (στατιστικά μη σημαντική), ε) στη διάχυτη υπερπλασία τόσο η αγγειακή πυκνότητα όσο και η έκφραση VEGF σχετίζονται με το βάρος των παραθυρεοειδών αδένων σε αντίθεση με το αδένωμα, στ) στα αδενώματα η αγγειογενετική δραστηριότητα βρέθηκε ανάλογη με την λειτουργικότητα των αδένων. Συμπερασματικά, στην παρούσα μελέτη διαπιστώθηκαν διαφορές στην αγγειογενετική δραστηριότητα μεταξύ αδενωμάτων και διάχυτης υπερπλασίας, όχι όμως στατιστικά σημαντικές. Βρέθηκε, ότι η αύξηση του βάρους των αδενωμάτων δεν εξαρτάται από τον βαθμό της αγγειογενετικής δραστηριότητας, ενώ είναι ανάλογη με την λειτουργικότητα τους (επίπεδα PTH). Τέλος, φάνηκε η αγγειογένεση να εκφράζεται πιο έντονα στη διάχυτη υπερπλασία, χωρίς όμως να διαπιστωθεί στατιστική συσχέτιση με τους παράγοντες VEGF, TP και την μιτωτική δραστηριότητα (Ki-67).