Η πρόσφατη προσφυγική κρίση επανέφερε με οξύτητα στην επικαιρότητα το θέμα της γλωσσικής εκπαίδευσης των πληθυσμών που αναζητούν καταφύγιο και μια καινούρια ζωή στην Ευρώπη. Η γνώση της τοπικής γλώσσας είναι απαραίτητη για τον πληθυσμό αυτό, προκειμένου να επιτύχει τη βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής και επαγγελματικής του κατάστασης. Στην Ελλάδα, τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξε πρόνοια για την γλωσσική εκπαίδευση μεταναστών/ριών από δημόσιους φορείς και ταυτόχρονα από πρωτοβουλίες εθελοντικών ομάδων. Ωστόσο, κατά την πρόσφατη προσφυγική κρίση σημειώνεται δραστηριοποίηση κυρίως ανθρωπιστικών οργανώσεων και εθελοντών/ριών σε αυτόν τον τομέα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά εφήβους άνω των 15 ετών και ενήλικες.H μελέτη εστιάζει σε περιβάλλοντα μη τυπικής εκπαίδευσης που προσφέρουν δωρεάν μαθήματα γλώσσας σε μετανάστες/ριες και πρόσφυγες 15 ετών και άνω. Στόχος είναι η διερεύνηση: α) του προφίλ και των στόχων των εκπαιδευτών και των μαθητών/ριών, β) των μεθόδων διδασκαλίας, γ) του κλίματος μεταξύ εκπαιδευτών-εκπαιδευομένων και των εκπαιδευομένων μεταξύ τους, δ) του εκπαιδευτικού υλικού που αξιοποιείται. Υιοθετήθηκε η μέθοδος των πολλαπλών μελετών περίπτωσης. Διερευνήθηκαν 21 εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, όπου προσφέρονταν μαθήματα κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουνίου 2017. Τα δεδομένα συγκεντρώθηκαν στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «LanguageEducationforMigrantsandRefugees» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Για τη συλλογή τους χρησιμοποιήθηκαν συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς και εκπαιδευομένους/ες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ερωτηματολόγια. Επίσης πραγματοποιήθηκαν παρατηρήσεις της εκπαιδευτικής διαδικασίας.Τα μαθήματα λειτουργούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις με χρηματοδότηση από ΜΚΟ, ενώ σε άλλες με βάση την προσφορά εθελοντών. Όσον αφορά τις γλώσσες, τα ελληνικά διδάσκονταν σε 17 από τα περιβάλλοντα, τα αγγλικά σε τρία, ενώ σε μία περίπτωση τα μαθήματα αφορούσαν τη γερμανική γλώσσα. Οι εκπαιδευτικοί ήταν όλοι σχεδόν απόφοιτοι/ες τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συχνά με μεταπτυχιακές σπουδές, οι μισοί/ές με εμπειρία στην εκπαίδευση μεταναστών, αλλά λίγοι/ες με εξειδίκευση στη διδακτική της δεύτερης γλώσσας. Δήλωσαν ότι στοχεύουν στην ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων βασικών για την επιβίωση των εκπαιδευομένων. Οι περισσότεροι έδιναν προτεραιότητα στην καλλιέργεια του προφορικού έναντι του γραπτού και αρκετοί σημείωσαν προβλήματα στην απόκτηση δεξιοτήτων γραμματισμού, τα οποία συνέδεσαν με ελλιπή γραμματισμό στην πρώτη γλώσσα των εκπαιδευομένων. Όσον αφορά τις μεθόδους διδασκαλίας, παρά τις δηλώσεις των εκπαιδευτών για το αντίθετο, η παρατήρηση έδειξε ότι συχνά κατέφευγαν σε πιο παραδοσιακές τεχνικές. Μεγάλες διαφοροποιήσεις σημειώθηκαν σε σχέση με το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στα μαθήματα αυτά.Οι εκπαιδευόμενοι ήταν μετανάστες και πρόσφυγες ηλικίας 15 έως 63 ετών, ένα πολύ μεγάλο ηλικιακό φάσμα που συχνά συναντήθηκε και στο ίδιο τμήμα. Προέρχονταν από πολλές διαφορετικές χώρες, και σημειώθηκαν μεγάλες διαφορές στο μορφωτικό τους επίπεδο και συνεπώς και στις δεξιότητες γραμματισμού στη μητρική. Στόχος τους ήταν κυρίως η ανάπτυξη γλωσσικών δεξιοτήτων που θα τους επέτρεπαν να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές τους ανάγκες που αφορούν την επιβίωση και την εύρεση εργασίας. Τέλος, σε σχέση με το κλίμα, διαπιστώθηκε ότι οι εκπαιδευτές/ριες κατάφερναν να δημιουργήσουν ένα ευχάριστο και υποστηρικτικό μαθησιακό περιβάλλον και να μεταδώσουν συναισθήματα εμπιστοσύνης. Το περιβάλλον ενίσχυσε τα κίνητρα των εκπαιδευομένων να συμμετάσχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία, χωρίς να δημιουργούνται ανταγωνισμοί ή συγκρούσεις μεταξύ τους, αλλά σε πνεύμα συνεργασίας και αλληλοβοήθειας.Από τα αποτελέσματα της μελέτης αναδεικνύεται η σημαντικότατη συμβολή των ανθρωπιστικών οργανώσεων και των εθελοντών/ριών στην ομαλή ένταξη αυτού του πληθυσμού και στην αντιμετώπιση των άμεσων γλωσσικών αναγκών τους. Ωστόσο, ταυτόχρονα καταγράφεται ο κατακερματισμός του πεδίου και υπογραμμίζεται η ανάγκη όσων εργάζονται σε αυτό για καθοδήγηση στην ανάπτυξη και υλοποίηση εκπαιδευτικών παρεμβάσεων. Η ανάλυση αναγκών των εκπαιδευομένων, η ανάπτυξη εξειδικευμένων προγραμμάτων, η ιδιαίτερη αντιμετώπιση του θέματος του αναλφαβητισμού, και η αντιμετώπιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο των γλωσσικών αναγκών των υπό μετακίνηση πληθυσμών είναι θέματα που χρήζουν προσοχής. Σε αυτό το πλαίσιο η νέα εργαλειοθήκη του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη γλωσσική εκπαίδευση προσφύγων θα μπορούσε να προσφέρει την απαραίτητη καθοδήγηση και συνοχή στο πεδίο.
In line with cross-linguistic research aiming at identifying criterial features that discriminate the CEFR proficiency levels, the present study investigates language elements that are core characteristics of each proficiency level for Greek L2. It is based on a graded corpus of 150 written narratives produced by young L2 learners (aged 8-14) at levels A2 to B2. This corpus was annotated with respect to a set of features at both the sentence and discourse level, such as clause subordination, connectives, modifiers and grammatical accuracy. Statistical analysis identified certain aspects of these features that discriminate language proficiency levels in L2 Greek narratives and are put forward as criterial features. These include the frequency of dependent and centre-embedded clauses, the gradual decrease of additive and the emergence of contrastive and inferential connectives, the felicitous use of clitics, as well as the use of evaluative adverbs and adjectives.
Current developments in language education call for a reassessment of the role that students’ already-established linguistic repertoires can play in language teaching. This study probed into adult second language education in Modern Greek offered in Greece, where classes are culturally and linguistically diverse. We investigated teachers’ views and perceived practices regarding the use of other languages in their classes. A mixed-method design was followed. Data on teachers’ opinions was collected via a questionnaire completed by 30 teachers. Complementary data on teachers’ practices collected through observations of two classes was also studied. The results indicated that English was mainly used by the teachers as a mediation language, although a wide variation was reported in the amount of other-language use. Large variations were also reported in the students’ behaviour. Teachers stressed several benefits from using other languages in class, but also expressed concerns about excessive reliance on other languages and on how using a support language would impact students with limited proficiency in this language. These findings were discussed in light of recent developments in language education and implications for teacher training were considered.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
customersupport@researchsolutions.com
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.
Copyright © 2025 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.