Although reading and writing are often treated as two separate processes, the research data of recent years suggest that these two functions seem to be interrelated and one depends on the other. The aim of this study was to examine whether handwriting is related to and, further, influences the development of reading abilities. To this end, we have reviewed neuroimaging research conducted over the last fifteen years. Research findings, both for pre-school and early-school children, as well as for adults, showed that handwriting influences brain development and activates brain reading systems more than other sensory kinetic techniques. Neuroimaging revealed that learning to write is based on the development of a network of brain structures, which includes the dorsal premotor cortex, the ventral premotor cortex, the upper parietal cortex and the fusiform gyrus of the left hemisphere in right-handed persons, as well as the contralateral cerebellum, structures whose participation and interconnection are specific to the writing of alphabet characters. This network is structured for the common learning of writing and reading and depends on the level of the writer's experience. The perception of letters is helped by the handwriting experience, upon which the ability to process the letters in the person's brain during reading is also based. The brain networks that appear to be triggered when identifying letters following the learning of these letters through handwriting are the same sensory kinetic networks that are activated during letter recognition and reading. In conclusion, the sensory experience gained through handwriting seems to develop the brain and strengthens the person’s ability to read.
Η ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΡΧΕΙΟ PDF
Εισαγωγή: Παρόλο που υπάρχουν ενδείξεις ότι η δυσλεξία υπερεκπροσωπείται σε επαγγέλματα που απαιτούν αυξημένες οπτικοχωρικές ικανότητες, όπως οι καλλιτέχνες και οι μηχανικοί, τα ερευνητικά δεδομένα σχετικά με τις οπτικοχωρικές ικανότητες των δυσλεξικών ατόμων είναι αντιφατικά. Ορισμένες μελέτες υποστηρίζουν ότι η αναπτυξιακή δυσλεξία συνδέεται με υψηλές οπτικοχωρικές ικανότητες και ταλέντα, ενώ κάποιες άλλες αναφέρουν ότι η δυσλεξία μπορεί να σχετίζεται με οπτικοχωρικά ελλείμματα.Σκοπός: Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση του συστήματος της οπτικής μνήμης σε μαθητές με και χωρίς δυσλεξία και συγκεκριμένα η σύγκριση των οπτικοχωρικών ικανοτήτων και του συστήματος της οπτικής μνήμης στις δυο αυτές ομάδες, λαμβάνοντας υπόψη και την επίδραση της ηλικίας.Μεθοδολογία: Στην έρευνα συμμετείχαν 91 μαθητές Ε και ΣΤ δημοτικού, οι οποίοι είχαν διάγνωση δυσλεξίας από δημόσιους φορείς και οι επιδόσεις τους συγκρίθηκαν με αυτές ισάριθμων τυπικά αναπτυσσόμενων συμμαθητών τους. Οι δύο ομάδες είχαν εξομοιωθεί ως προς την ηλικία και το φύλο και εξετάστηκαν κατά την αντιγραφή και τη μνημονική αναπαραγωγή του σύνθετου σχήματος των Rey-Osterrieth.Αποτελέσματα: Η ανάλυση έδειξε στατιστικά σημαντικά διαφορές μεταξύ δυσλεξικών και τυπικά αναπτυσσόμενων μαθητών κατά την αντιγραφή του σύνθετου σχήματος και σημαντική επίδραση της ηλικίας. Ωστόσο, δε διαπιστώθηκαν αντίστοιχες διαφορές μεταξύ των συγκρινόμενων ομάδων κατά τη μνημονική αναπαραγωγή του σύνθετου σχήματος, παρά την ύπαρξη στατιστικά σημαντικών διαφορών μεταξύ των συμμετεχόντων ηλικιακών ομάδων.Συζήτηση: Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι τα παιδιά με δυσλεξία παρουσιάζουν ελλείμματα στις οπτικοχωρικές ικανότητες, αλλά δεν εμφανίζουν γνωστικά ελλείμματα που επηρεάζουν το σύστημα της οπτικής μνήμης και σχολιάζονται στα πλαίσια αντίστοιχων ευρημάτων και υποθέσεων για την αιτιοπαθογένεια της αναπτυξιακής δυσλεξίας.
Εισαγωγή: Αν και τα τελευταία χρόνια οι δάσκαλοι δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον για τις νευροεπιστήμες και επιθυμούν να εφαρμόζουν νευροεπιστημονικά ευρήματα στη διδασκαλία τους, πολλά ευρήματα έχουν παρερμηνευτεί με αποτέλεσμα την επικράτηση λανθασμένων πεποιθήσεων, των νευρομύθων.Σκοπός: Σκοπός της έρευνας ήταν η μελέτη της έκτασης της διάδοσης των νευρομύθων ανάμεσα σε φοιτητές Παιδαγωγικών Σχολών της χώρας μας και η μελέτη των παραγόντων που προβλέπουν την πίστη σε νευρομύθους.Ευρήματα: Έλαβαν μέρος 568 (514 γυναίκες, μ.ο. ηλικίας = 20,77 χρονών, Τ.Α. = 4,67) προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές από Παιδαγωγικές Σχολές των Πανεπιστημίων Αθηνών και Θεσσαλίας. Χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο για την αξιολόγηση των γνώσεών τους σε θέματα νευροεπιστημών, την πίστη τους σε νευρομύθους, καθώς και για την καταγραφή συμπεριφορών, όπως η μελέτη εκλαϊκευμένης επιστήμης. Περίπου το 40% των συμμετεχόντων έδωσαν απαντήσεις που δείχνουν ότι πιστεύουν σε νευρομύθους. Η ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης έδειξε ότι προβλεπτικός παράγοντας για την πίστη σε νευρομύθους ήταν οι γενικές γνώσεις σε θέματα νευροεπιστήμης. Μια δεύτερη παλινδρόμηση έδειξε ότι ο αριθμός των βιβλίων οποιασδήποτε θεματολογίας που διαβάζουν οι φοιτητές ήταν αρνητικός προβλεπτικός παράγοντας των γενικών γνώσεων. Συμπεράσματα: Οι μελλοντικοί δάσκαλοι τείνουν να πιστεύουν σε νευρομύθους. Οι γενικές γνώσεις για τον εγκέφαλο φάνηκε ότι προστατεύουν έναντι της πίστης στους νευρομύθους. Όμως, όσοι διαβάζουν περισσότερα βιβλία φαίνεται να έχουν λιγότερο καλές γενικές γνώσεις, πιθανότατα διότι εκτίθενται περισσότερο και σε νευρομύθους.
Εισαγωγή: Αν και οι σημαντικότερες δυσκολίες των μαθητών με δυσλεξία εντοπίζονται στο γραπτό λόγο, αρκετές φορές μπορεί να επηρεάζονται και άλλοι μαθησιακοί τομείς. Ένας από αυτούς είναι τα μαθηματικά, καθώς σύμφωνα με έρευνες οι μαθητές με δυσλεξία μπορεί να παρουσιάζουν δυσκολίες στην ανάκτηση αριθμών, στην επίλυση οριζόντιων πράξεων, στους υπολογισμούς με πολυψήφιους αριθμούς, ή/και στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η αξιολόγηση της μαθηματικής επάρκειας μαθητών με δυσλεξία σε σχέση με τυπικά αναπτυσσόμενους μαθητές. Μεθοδολογία: Στην έρευνα συμμετείχαν 60 μαθητές, ηλικίας 10-13 ετών. Οι 30 συμμετέχοντες είχαν λάβει διάγνωση δυσλεξίας από δημόσιο φορέα και δεν εμφάνιζαν κάποια άλλη διαταραχή. Οι παραπάνω συμμετέχοντες εξομοιώθηκαν ως προς το φύλο, την ηλικία και την τάξη φοίτησης με 30 τυπικά αναπτυσσόμενους μαθητές, οι οποίοι αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Σε όλους τους συμμετέχοντες χορηγήθηκε ατομικά ένα σταθμισμένο κριτήριο μαθηματικής επάρκειας. Το κριτήριο απαρτιζόταν από τρεις υποδοκιμασίες (γνώση μαθηματικών εννοιών, υπολογισμοί και επίλυση μαθηματικών προβλημάτων) οι οποίες θεωρείται ότι συνθέτουν όλες τις πτυχές της μαθηματικής επάρκειας Aποτελέσματα: Τα ευρήματα μας έδειξαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην επίδοση των μαθητών με δυσλεξία και των τυπικά αναπτυσσόμενων μαθητών στη γνώση των μαθηματικών εννοιών, στους υπολογισμούς, στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων, αλλά και στο συνολικό πηλίκο μαθηματικής επάρκειας. Συζήτηση: Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τις αρχικές υποθέσεις της έρευνας και είναι σύμφωνα με ευρήματα από τη διεθνή βιβλιογραφία, που αναφέρουν ότι οι μαθητές με δυσλεξία παρουσιάζουν δυσκολίες σε ποικίλους τομείς των μαθηματικών ικανοτήτων, κι ως εκ τούτου χρειάζονται σχετική αξιολόγηση και υποστήριξη.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
customersupport@researchsolutions.com
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.
Copyright © 2024 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.