Η εργασία εστιάζει στο ρόλο της ατομικής συμβουλευτικής στη διαδικασία διακοπής καπνίσματος, αλλά και στην αύξηση της φυσικής δραστηριότητας με απώτερο σκοπό τον προσανατολισμό προς έναν υγιεινό τρόπο ζωής. Πραγματοποιήθηκαν συνολικά τέσσερις ανεξάρτητες μελέτες, όπου εφαρμόστηκε ένα εξατομικευμένο πρόγραμμα συμβουλευτικής για τη διακοπή καπνίσματος. Στις τρεις από τις τέσσερις μελέτες διαφοροποιήθηκε ελαφρώς το περιεχόμενο της παρέμβασης, καθώς και ο τρόπος εφαρμογής, κυρίως ως προς τους συμβούλους που είχαν διαφορετικό επιστημονικό υπόβαθρο. Ο κύριος σκοπός ήταν η εφαρμογή και η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας ενός προγράμματος διακοπής καπνίσματος, που εφαρμόζεται από συμβούλους διαφορετικών ειδικοτήτων και επιμέρους σκοποί ήταν να μελετηθούν παράγοντες όπως η εκπαίδευση των συμβούλων, το διαφορετικό επιστημονικό υπόβαθρο των συμβούλων, τα διαφορετικά κίνητρα συμμετοχής στο πρόγραμμα, ο διαφορετικός τρόπος εφαρμογής του προγράμματος και γενικά ο τρόπος που μπορεί αυτοί οι παράγοντες να επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα του προγράμματος. Η ατομική συμβουλευτική ήταν προσωποκεντρική και βασίστηκε στη θεωρία της παρακινητικής συνέντευξης (Motivational interviewing). Η δομή της παρέμβασης και το υλικό που χρησιμοποιήθηκε βασίστηκε σε προηγούμενη έρευνα (Γρατσάνη, Λεοντάρη, Ζήση, & Θεοδωράκης, 2016). Η διαδικασία της συμβουλευτικής υποστήριξης περιελάμβανε 12 ωριαίες ατομικές συνεδρίες μια φορά την εβδομάδα και follow-up διάρκειας 9 μηνών (μηνιαίες συναντήσεις, εβδομαδιαία τηλεφωνήματα) σε ατομικό επίπεδο μετά το τέλος του προγράμματος. Για τους σκοπούς της έρευνας, στο τέλος όλων των μελετών της παρέμβασης χρησιμοποιήθηκε ημι-δομημένη συνέντευξη με στόχο την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της ατομικής συμβουλευτικής για τη διακοπή καπνίσματος και την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας. Επίσης, στις 3 από τις 4 μελέτες, στην αρχή, τη μέση και το τέλος του προγράμματος, έγινε χρήση βηματόμετρων SW-200 (Yamax) για την καταγραφή της φυσικής δραστηριότητας των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα. Για την ανάλυση των δεδομένων της έρευνας πραγματοποιήθηκε ανάλυση περιεχομένου (content analysis) και για την οργάνωση των δεδομένων, που προέκυψαν από τις συνεντεύξεις, χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα Qualitative Software Package N Vivo. Το δείγμα αποτελούνταν από 28 άτομα, άνω των 18. Στην πρώτη μελέτη συμμετείχαν 8 άτομα (2 άντρες - 6 γυναίκες, ΜΟ= 38.5 έτη). Το πρόγραμμα διακοπής καπνίσματος εφαρμόστηκε από ειδικούς ψυχικής υγείας εκπαιδευμένους σε θέματα συμβουλευτικής και στο πρόγραμμα διακοπής καπνίσματος. Σκοπός της παρέμβασης ήταν να μελετηθεί εάν και πώς ένα πρόγραμμα συμβουλευτικής για τη διακοπή καπνίσματος, βασισμένο στην παρακινητική συνέντευξη, θα επιδράσει στη διαδικασία διακοπής καπνίσματος, στην αύξηση της φυσικής δραστηριότητας και γενικότερα στην υιοθέτηση ενός πιο υγιεινού και ποιοτικού τρόπου ζωή. Τρεις από τους συμμετέχοντες (37.5%) διέκοψαν το κάπνισμα, τέσσερα άτομα πραγματοποίησαν σημαντική μείωση (μεγαλύτερη της τάξεως του 50%), με αποτέλεσμα να ανήκουν στην κατηγορία του ελαφρή καπνιστή (κάτω από 10 τσιγάρα) ενώ ένα άτομο πραγματοποίησε αρχικά σημαντική μείωση, αλλά μέχρι την ολοκλήρωση της παρακολούθησης του προγράμματος επέστρεψε σχεδόν στον αρχικό αριθμό τσιγάρων. Όλοι οι συμμετέχοντες, ανεξαιρέτως, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος, είχαν πραγματοποιήσει κάποια αλλαγή σε κάποιον από τους βασικούς τομείς που διαπραγματευόταν το πρόγραμμα, όπως μείωση ή διακοπή καπνίσματος, υιοθέτηση της συμπεριφοράς της άσκησης, διαχείριση άγχους, διαχείριση χρόνου, ανάπτυξη προσωπικών δεξιοτήτων και γενικά υιοθέτηση ενός συνολικά πιο υγιεινού και ποιοτικού τρόπου ζωής. Το πρόγραμμα παρέμβασης που βασίστηκε στην παρακινητική συνέντευξη φαίνεται να συνέβαλλε σημαντικά ώστε να βοηθήσει τα άτομα στη διαδικασία διακοπής και αποχής απο το κάπνισμα και στην υιοθέτηση ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής.Το δείγμα της δεύτερης μελέτης αποτελούσαν 8 άτομα (5 άντρες - 3 γυναίκες, ΜΟ= 43.8 έτη). Συμμετείχαν στο πρόγραμμα διακοπής καπνίσματος όπως ακριβώς αυτό εφαρμόστηκε στην πρώτη μελέτη, αλλά πραγματοποίησαν επιπρόσθετα και 12 εβδομαδιαίες συνεδρίες ατομικής συμβουλευτικής για την υιοθέτηση και την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, μια φορά την εβδομάδα, από συμβούλους ειδικούς σε θέματα φυσικής δραστηριότητας, εκπαιδευμένους στη συμβουλευτική και στο πρόγραμμα διακοπής καπνίσματος. Σκοπός ήταν να μελετηθεί εάν η συμβουλευτική από ειδικό σε θέματα φυσικής δραστηριότητας θα συμβάλλει στην αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, εάν η σχέση των συμμετεχόντων με την άσκηση θα επηρεάσει τη διαδικασία διακοπής καπνίσματος και εάν και με ποιο τρόπο μετά το πέρας της παρέμβασης οι συμμετέχοντες θα έχουν πραγματοποιήσει αλλαγές στην καθημερινότητά τους προς έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι 3 άτομα (37.5%) διέκοψαν το κάπνισμα, ενώ τα υπόλοιπα 5 (62.5%) πέτυχαν σημαντική μείωση (πάνω από το 50% των καθημερινών τσιγάρων) και πέρασαν στην κατηγορία του ελαφρύ καπνιστή, δηλαδή κάτω από 10 τσιγάρα. Η φυσική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της παρέμβασης και διατηρήθηκε υψηλή έως τη λήξη του προγράμματος, υποστηρίζοντας έτσι ότι η συμβουλευτική από ειδικό σε θέματα φυσικής δραστηριότητας συνέβαλλε στην υιοθέτηση και την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας. Η διαφορετική σχέση των συμμετεχόνων με την άσκηση φαίνεται να επηρέασε τη διαδικασία διακοπής καπνίσματος και όλοι οι συμμετέχοντες άλλαξαν την καθημερινότητά τους προς έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής.Στην τρίτη μελέτη συμμετείχαν 36 συστηματικοί καπνιστές, από τους οποίους μόνο 12 κατάφεραν να ολοκληρώσουν το πρόγραμμα, 9 άντρες και 3 γυναίκες, ηλικίας 37-71 ετών, με μέσο όρο ηλικίας τα 55.4 έτη. Τα άτομα της τρίτης μελέτης συμμετείχαν στο πρόγραμμα διακοπής καπνίσματος όπως αυτό εφαρμόστηκε από ειδικούς υγείας (ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό) στα Κέντρα Υγείας του Νομού. Σκοπός ήταν να μελετηθεί εάν και πώς τα διαφορετικά κίνητρα προσέλευσης (προβλήματα υγείας), ο διαφορετικός τρόπος προσέγγισης (παραπομπή ιατρών) και η εφαρμογή του προγράμματος από συμβούλους υγείας, επηρεάζουν την διαδικασία διακοπής και την αποτελεσματικότητα του προγράμματος. Η συγκεκριμένη μελέτη έδειξε ότι οι συμμετέχοντες, οι οποίοι εντάχθηκαν στο πρόγραμμα έπειτα από προτροπή κάποιου γιατρού και έχοντας ισχυρά κίνητρα, δηλαδή λόγους υγείας, πέτυχαν τη διακοπή καπνίσματος σε ένα ικανοποιητικό ποσοστό (66.6%), ενώ το 33.3% πέτυχε σημαντική μείωση (πάνω από το 50% των καθημερινών τσιγάρων) και πέρασε στην κατηγορία του ελαφρύ καπνιστή, δηλαδή κάτω από 10 τσιγάρα. Όλοι όσοι κατάφεραν να ολοκληρώσουν το πρόγραμμα πέτυχαν σημαντικούς στόχους ως προς τη διακοπή ή τη μείωση του καπνίσματος, ως προς την ανάπτυξη προσωπικών δεξιοτήτων, την αλλαγή τρόπου ζωής και τρόπου σκέψης και γενικότερα ως προς την υιοθέτηση ενός πιο υγιεινού και συνολικά ποιοτικού τρόπου ζωής. Φαίνεται, επίσης, ότι το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, μπορεί μέσα από την κατάλληλη εκπαίδευση να είναι αποτελεσματικό τόσο στην εφαρμογή ενός προγράμματος συμβουλευτικής για τη διακοπή καπνίσματός, όσο και στην αλλαγή συμπεριφορών υγείας.Τέλος, στην τελευταία μελέτη έγινε αξιολόγηση όλων των συμβούλων του προγράμματος τόσο για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε θέματα συμβουλευτικής όσο και για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του προγράμματος διακοπής καπνίσματος. Στο πρόγραμμα συμμετείχαν δέκα σύμβουλοι, οι οποίοι ήταν ψυχολόγοι, νοσηλευτές, κοινωνικοί λειτουργοί και γιατροί. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η εκπαίδευση των συμβούλων ήταν επαρκής και απαραίτητη και επηρέασε θετικά την εφαρμογή του προγράμματος διακοπής καπνίσματος. Επίσης, οι πεποιθήσεις και οι στάσεις των συμβούλων φάνηκε να συνέβαλλαν θετικά και να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τόσο στην εφαρμογή όσο και στην αποτελεσματικότητα του προγράμματος. Δεν προέκυψαν κάποια στοιχεία που να δείχνουν ότι η εφαρμογή του προγράμματος από συμβούλους διαφορετικής ειδικότητας μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα του προγράμματος, παρά μόνο το ότι οι σύμβουλοι-ψυχολόγοι λόγω της περισσότερης εμπειρίας και εξοικείωσης σε θέματα συμβουλευτικής αντιμετώπιζαν λιγότερες δυσκολίες στην εφαρμογή του προγράμματος.