Η παρούσα διατριβή αναλύει συγκριτικά κι εξηγεί τη θεσμική δομή, λειτουργία και δυναμική μεταμόρφωσης των συστημάτων στέγασης Βουλγαρίας κι Ελλάδας, συνυπολογίζοντας το ευρύτερο γεωπολιτικό πλαίσιο. Παρά το διαφορετικό ιστορικό υπόβαθρο, οι δύο χώρες επιλέγονται λόγω συγκεκριμένων δομικών ομοιοτήτων στα στεγαστικά τους συστήματα. Παρομοίως, κανένα εκ των δυο δεν μπορεί εύκολα να ενταχθεί στη σοσιαλιστική ή νοτιοευρωπαϊκή κατηγοριοποίηση, και δέχονται εξίσου ριζικές πιέσεις μεταμόρφωσης και έντονα συστημικά σοκ, εξαιτίας κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών αναταραχών. Παρά το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, η στεγαστική έρευνα και στις δυο χώρες υπήρξε σχετικώς «εσωστρεφής», περιορισμένη κυρίως στην περιγραφή κοινωνικοπολιτικών «ιδιοσυγκρασιών» και στην εφαρμογή «τυπολογιών». Μια ενδελεχής συγκριτική μελέτη των δυο χωρών είναι πρακτικώς ανύπαρκτη, ενώ οι εντεινόμενες δυναμικές μεταμόρφωσης στο Βουλγαρικό κι Ελληνικό στεγαστικό σύστημα παραμένουν ανεπαρκώς αναλυμένες. Επομένως, η διαθέσιμη βιβλιογραφία στερείται ευρύτερης συγκριτικής προοπτικής κι έχει αδυναμία να ενταχθεί σε διεθνείς μελέτες. Εφαρμόζοντας μια θεσμικώς ενσωματωμένη μέθοδο μικτής προσέγγισης η παρούσα έρευνα αξιολογεί τις ομοιότητες σεβόμενη τις διαφορές, κι αποφεύγοντας την προσκόλληση σε κατηγοριοποιήσεις. Πρωτογενή δεδομένα συλλέχτηκαν μέσω ποιοτικών εις βάθος συνεντεύξεων με ειδήμονες του κλάδου της στέγασης, καθώς και νοικοκυριά σε Βουλγαρία και Ελλάδα. Η βάσεις δεδομένων EU-SILC καθώς και αυτές των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών απετέλεσαν την κύρια πηγή δευτερογενών ποσοτικών δεδομένων. Επισήμως δημοσιευμένες αναφορές και άρθρα εφημερίδων παρείχαν σύγχρονα δευτερογενή ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα ενδιαφέροντος. Η διατριβή καταδεικνύει πως τα στεγαστικά συστήματα Βουλγαρίας και Ελλάδας από το 1990 περίπου και μετά απομακρύνονται σταδιακά από μια απο-εμπορευματοποιημένη σε μια προ-εμπορευματοποιημένη μορφή. Εδραιωμένα θεσμικά πλαίσια πλέον αμφισβητούνται, πιεσμένα υπό το βάρος ισχυρών κοινωνικο-οικονομικών αναδιαρθρωτικών δυνάμεων και εμμενόντων κοινωνικών στεγαστικών κανόνων. Συγκρίνοντας τις δυο χώρες μεταξύ τους και με τα ευρύτερα γκρουπ τους, επιτρέπει μια βελτιωμένη ένταξή τους στα νοτιοευρωπαϊκά στεγαστικά συστήματα. Εν συνεχεία, τα τελευταία μπορούν να ενταχθούν καλύτερα στα στις ευρύτερες συγκριτικές στεγαστικές μελέτες. Η παρούσα έρευνα συμβάλλει συνολικά στην ευρύτερη ανοικτή συζήτηση σχετικά με τη μεταμόρφωση των στεγαστικών συστημάτων στις υπό μετάβαση νοτιοευρωπαϊκές χώρες.