Το ζήτημα της σπανιότητας των φυσικών πόρων αποτελεί ένα θέμα μείζονος σημασίας, ειδικά αν ειδωθεί μέσα στο πλαίσιο της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας. Ιστορικά, η νεοκλασική οικονομική θεωρία αγνοούσε συστηματικά την καθοριστική συμβολή των φυσικών πόρων στην παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, που συντελέστηκε από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση και συνεχίζεται έως σήμερα. Τα σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα (εξωτερικότητες) που κληροδότησε σταδιακά η εκρηκτική οικονομική μεγέθυνση του 20ου αιώνα στις επερχόμενες γενεές, σε συνδυασμό με την αθροιστική σπανιότητα των μη-ανανεώσιμων φυσικών πόρων, υπερτονίζουν την επιτακτική ανάγκη για την διερεύνηση του κατά πόσο πρέπει, και είναι εφικτό, να εγκαινιαστεί μια νέα μορφή Περιβαλλοντικά Βιώσιμης Οικονομικής Ανάπτυξης. Η εξαιρετικής σπουδαιότητας αυτή συζήτηση οδήγησε στη δημιουργία αντίπαλων στρατοπέδων γνωστικής “πόλωσης”, χωρίζοντας την επιστημονική κοινότητα ανάμεσα στους υπερασπιστές της χαλαρής και σε εκείνους της ισχυρής βιωσιμότητας. Αυτή η διαλεκτική σύγκρουση σαφώς προίκισε την οικονομική επιστήμη με διεπιστημονικό πλουραλισμό, γεννώντας νέα συναρπαστικά γνωστικά πεδία που συνδυάζουν την Βιολογία, την Οικολογία, την Περιβαλλοντική επιστήμη και τους φυσικούς νόμους της θερμοδυναμικής, με την παραδοσιακή οικονομική θεωρία. Μέσα σε αυτό το ευρύ πλαίσιο αναφοράς, η παρούσα διδακτορική έρευνα στοχεύει στην περαιτέρω διερεύνηση της συνεισφοράς των φυσικών πόρων (ενέργειας και μάζας), στην παραγωγική διαδικασία και κατ’ επέκταση στην πρωτόγνωρη, για το σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας, οικονομική μεγέθυνση που συντελέστηκε κατά τον τελευταίο αιώνα. Ειδικότερα, απώτερος στόχος της παρούσας διατριβής είναι η εμπειρική διερεύνηση των δυνατοτήτων που εμφανίζει η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη (Μεγέθυνση), για αποσύνδεση (decoupling) από την κατανάλωση φυσικών, ενεργειακών και υλικών, πόρων. Επιπρόσθετα, η εμπειρική ανάλυση εστιάζει σε χωρικό επίπεδο, εξετάζοντας την υλική και ενεργειακή ένταση της οικονομικής παραγωγικής διαδικασίας, στα πλαίσια επιλεγμένων εθνικών οικονομιών και συγκρίνει τις ομοιότητες ή/και διαφορές που αυτές παρουσιάζουν, τόσο σε επίπεδο κατανάλωσης ύλης και ενέργειας, όσο και σε κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο δημογραφικής εξέλιξης, κατά κεφαλήν κατανάλωσης, ευημερίας, και ούτω καθεξής. Τέλος, φιλοδοξεί να αντιπροτείνει νέα μεθοδολογικά εργαλεία εμπειρικής διερεύνησης, εμπλουτίζοντας την διεθνώς πλέον αποδεκτή και καθιερωμένη μεθοδολογία Material Flow Analysis (MFA), καθώς και να ασκήσει μια γόνιμη κριτική στα εμπειρικά αποτελέσματα του διαχρονικού διαλόγου που αφορά την αιτιώδη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης ενεργειακών πόρων και της οικονομικής μεγέθυνσης (The E-GDP Causality nexus), μέσα στο πλαίσιο σύγχρονων θεωρητικών διαλόγων όπως η από-ανάπτυξη (de-growth). Πέραν της εμπειρικής, η πρωτότυπη θεωρητική συνεισφορά της παρούσας διατριβής έγκειται στην ανάλυση και την ανάδειξη της έννοιας της διαστασιμότητας των προϊόντων (Human Scale Production) ως απόρροια της βιοφυσικής ανθρώπινης διάστασης (Biophysical Human Scale), για πρώτη φορά στην ιστορία της θεωρητικής και εμπειρικής ανάλυσης των εννοιών της από-υλοποίησης (dematerialization), της αποσύνδεσης (decoupling) της οικονομικής διαδικασίας από την χρήση φυσικών πόρων και κατ’ επέκταση της αθροιστικής σπανιότητας των φυσικών πόρων.