Η μοντελοποίηση χρηματοοικονομικών και οικονομικών φαινομένων έχει αναδείξει την ανάγκη να χρησιμοποιηθούν πιο σύνθετα οικονομετρικά εργαλεία τα οποία θα είναι ικανά να περιγράφουν την εμπειρική συμπεριφορά που παρατηρούμε στα πραγματικά δεδομένα. Ανάμεσα σε άλλα, η διαπίστωση παρουσίας υπερβάλλουσας κύρτωσης, της συσσώρευσης μεταβλητότητας , ή και της ευαισθησίας των εκτιμήσεων ανάλογα με το εκάστοτε δείγμα εκτίμησης είναι όλα παρατηρήσεις που αμφισβητούν την καταλληλότητα των κλασικών μοντέλων παλινδρόμησης και μας κατευθύνουν στην υιοθέτηση κατάλληλων μη γραμμικών τεχνικών οι οποίες να είναι ικανές να λάβουν υπόψη αυτά τα φαινόμενα. Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να εξετάσει και να αξιολογήσει την ικανότητα κάποιων συγκεκριμένων μη γραμμικών μοντέλων χρονοσειρών στο να συμβαδίσουν με τις εμπειρικές κανονικότητες των χρηματοοικονομικών και οικονομικών μεταβλητών.Το πρώτο είδος μοντέλων που εξετάζεται είναι τα αυτοπαλίνδρομα μοντέλα των οποίων οι συντελεστές επίσης είναι στοχαστικοί, ακολουθώντας το νόμο ενός αυτοπαλίνδρομου μοντέλου ή ενός μοντέλου κινητών μέσων. Τα μοντέλα αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως η φυσική εναλλακτική των τυπικών αυτοπαλίνδρομων μοντέλων όπου οι συντελεστές αυτών παρουσιάζουν μεταβλητότητα στο χρόνο. Χωρίς την υπόθεση της κανονικής κατανομής εξάγουμε συγκεκριμένες συνθήκες τις παραμέτρους του μοντέλου ώστε να εξασφαλίζεται η στασιμότητα 2ης τάξης για αυτού του είδους τις χρονοσειρές. Έπειτα εξετάζονται οι μέθοδοι εκτίμησης αυτών των μοντέλων και αξιολογούμε την απόδοση τους στη προβλεπτική ικανότητα «εκτός δείγματος».Το δεύτερο είδος μοντέλων που αναλύεται εδώ, στοχεύει στην περιγραφή από κοινού χρονοσειρών που χαρακτηρίζονται από ένα συγκεκριμένο είδος ετεροσκεδαστικότητας. Η εμπειρική διαπίστωση ότι η διακύμανση των αποδόσεων διάφορων αξιόγραφων διαχρονικά τείνει να αυξάνεται μας οδηγεί στο να επαναδιατυπώσουμε το πρόβλημα και τη λύση της κατανομής αξιόγραφων σε ένα χαρτοφυλάκιο που αντιμετωπίζει ένας επενδυτής όταν οι δεύτερες ροπές των αποδόσεων των διαθέσιμων αξιόγραφων παρουσιάζουν αυξητική τάση.Η τρίτη κατηγορία μοντέλων που περιγράφεται σε αυτήν τη διατριβή, είναι μοντέλα τα οποία παρουσιάζουν μία μορφή έντονα επίμονης ετεροσκεδαστικότητας η οποία αποτυπώνεται με την παρουσία μοναδιαίας ρίζας στη στοχαστική συμπεριφορά της δεσμευμένης διακύμανσης. Τα μοντέλα αυτά χαρακτηρίζονται από μη πεπερασμένη αδέσμευτη διακύμανση. Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να δείξει τη συμβατότητα και επομένως και την καταλληλότητα αυτού του είδους μοντέλων στο να περιγράψουν πραγματικές χρονοσειρές γεφυρώνοντας την απόσταση ανάμεσα σε δύο, αρχικά αντικρουόμενες, εμπειρικές παρατηρήσεις: ότι κάποιες αποδόσεις αξιόγραφων, όταν τις εξετάζουμε σε υψηλές συχνότητες, χαρακτηρίζονται από μη πεπερασμένη διακύμανση ενώ όταν τις αναγάγουμε αθροιστικά σε χαμηλότερες συχνότητες, αυτές τείνουν στην κανονική κατανομή με πεπερασμένη διακύμανση.Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο, αναλύουμε πολυμεταβλητά μοντέλα παλινδρόμησης στα οποία οι συντελεστές δεν είναι σταθεροί αλλά συνάρτηση κάποιων άλλων παρατηρούμενων παραγόντων. Αξιοποιούμε αυτά τα μοντέλα προκειμένου να επιτρέψουμε στο συστηματικό κίνδυνο ενός χαρτοφυλακίου διαχείρισης, όπως αποτυπώνεται στο συντελεστή βήτα του μοντέλου της αγοράς, να αλλάζει διαχρονικά ως αποτέλεσμα της ενεργής αναπροσαρμογής της σύνθεσης του χαρτοφυλακίου από το διαχειριστή του. Η αποτελεσματικότερη μοντελοποίηση του συντελεστή βήτα, οδηγεί στην πιο αξιόπιστη αξιολόγηση των ικανοτήτων του διαχειριστή του χαρτοφυλακίου. Χρησιμοποιούμε την τεχνική αυτή προκειμένου να αξιολογήσουμε την ικανότητα της εταιρείας Morningstar να κατατάσσει συγκριτικά αμοιβαία κεφάλαια.