Η παρούσα διατριβή εξετάζει την καταλληλότητα μιας πλήρους διαπεριοδικής κατανομής των φόρων εισοδήματος και αναδεικνύει τον ρόλο και τη σημαντικότητα των Αναβαλλόμενων Φορολογικών Θέσεων στις Ενοποιημένες Χρηματοοικονομικές καταστάσεις, εστιάζοντας όχι μόνο στο μέγεθος και τις μεταβολές τους αλλά ταυτοποιώντας και κατηγοριοποιώντας τις αιτίες δημιουργίας τους, κατασκευάζοντας μια μοναδική βάση δεδομένων (prototype Data Base) με πρωτογενώς αντληθέντα (hand-collected) στοιχεία. Το δείγμα αποτελείται από τις μεγαλύτερες, Χρηματοοικονομικές και Μη Χρηματοοικονομικές, εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρείες, και καλύπτει την περίοδο 2005-2012, μετά την υποχρεωτική εφαρμογή των IFRS. Το ύψος, η σύνθεση και η τάση των Αναβαλλόμενων Φορολογικών Θέσεων διαφοροποιείται σημαντικά μεταξύ Χρηματοοικονομικών και Μη Χρηματοοικονομικών εταιρειών, αλλά και μεταξύ των κλάδων. Η πιο σημαντική πηγή διαχρονικά των Αναβαλλόμενων Φόρων Ενεργητικού (DTAs) είναι οι “Παροχές και τα Ωφελήματα Προσωπικού”, ενώ του Παθητικού (DTLs) οι “Αποσβέσεις” από Ενσώματα & Ασώματα Πάγια. Η πρόσφατη στην Ελλάδα δημοσιονομική αστάθεια προσφέρεται επίσης για την εξέταση των επιπτώσεων φορολογικών μεταρρυθμίσεων στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Τα ευρήματα της έρευνας υποδηλώνουν ότι μια αύξηση των συντελεστών φορολογίας κατά 6%, με εφαρμογή στο 2012, ευνοεί σημαντικά εταιρείες που διαθέτουν DTAs (μειοψηφία), διότι ενισχύει το Ενεργητικό και την κερδοφορία τους (με τη μερίδα του λέοντος να πηγαίνει στις Τράπεζες), ενώ αντίθετα επιβαρύνει τα αποτελέσματα και αυξάνει τις υποχρεώσεις εταιρειών με DTLs (πλειοψηφία). Μια μείωση των συντελεστών επιφέρει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα. Η απόκλιση της “εφάπαξ” αυτής επίδρασης- επανεκτίμησης οφείλεται στις ετερογενείς θέσεις DTAs/DTLS από κλάδο σε κλάδο, και θα μπορούσε να οδηγήσει σε αντιδράσεις και κίνητρα για πρωτοβουλίες υπέρ ή κατά μιας φορολογικής μεταρρύθμισης, η οποία επικεντρώνεται στην αύξηση ή μείωση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών.Επιπλέον, επεκτείνω την υφιστάμενη έρευνα (βασιζόμενη σε US GAAP δεδομένα), διερευνώντας εάν η αναγνώριση Αναβαλλόμενων Φορολογικών Στοιχείων Ενεργητικού, από αχρησιμοποίητες Φορολογικές Ζημίες εις Νέον (DTA_TLC), ειδικότερα σε περιόδους οικονομικής κρίσης, καλύπτει τα προαπαιτούμενα του IAS 12, και εάν εσωτερικά και εξωτερικά χαρακτηριστικά εταιρικής διακυβέρνησης, όπως η μετοχική δομή, το μέγεθος ελεγκτικής εταιρείας και η ποιότητα των ελέγχων, επηρεάζουν ενδεχομένως την αναγνώριση (DTA_TLC). Χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο πολυπαραγοντικής Λογιστικής Παλινδρόμησης, τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι οι DTA_TLC δεν αναγνωρίζονται σύμφωνα με τις οδηγίες που παρέχονται από το IAS 12. Η ποιότητα των γνωστοποιήσεων, το μέγεθος της εταιρείας, και η επιλογή ενός ελεγκτικού οίκου εκτός των Big4, αυξάνουν την πιθανότητα αναγνώρισης DTA_TLC (εξεταζόμενη μεταβλητή). Αντίθετα ένας πιο ανεξάρτητος εξωτερικός έλεγχος καθώς και η έκφραση γνώμης χωρίς επιφύλαξη φαίνεται να μειώνουν την εν λόγω πιθανότητα. Με βάση τα ανωτέρω, τα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά των Αναβαλλόμενων Φόρων θα πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και να αξιολογούνται αναλόγως από όλους τους χρήστες των Χρηματοοικονομικών Καταστάσεων. Θα ήταν επίσης χρήσιμο να διερευνηθεί περαιτέρω η δυνατότητα αξιοποίησης από τις Φορολογικές και Εποπτικές Αρχές των φορολογικών αποκαλύψεων για τον εντοπισμό φοροδιαφυγής ή μεταφοράς φορολογητέας ύλης, για τη δημιουργία μοντέλων πρόβλεψης της φοροδοτικής ικανότητας των επιχειρήσεων και τέλος για την απλούστευση της διαδικασίας και μείωση του κόστους συλλογής των φόρων.