ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Η ρήξη του προσθίου χιαστού συνδέσμου αποτελεί αρκετά συχνή, συνήθως αθλητική, κάκωση τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες. Για την αποκατάσταση του συνδέσμου έχουν χρησιμοποιηθεί διαφορετικές επεμβάσεις και μοσχεύματα με σκοπό την ανάκτηση της σταθερότητας του γόνατος και να επιτρέψουν στον ασθενή να επανέλθει στο προ του τραυματισμού επίπεδο δραστηριοτήτων. Είναι πολύ σημαντικό να προσδιοριστούν οι προσαρμογές της βάδισης που συμβαίνουν σε ανεπάρκεια του χιαστού και πως επηρεάζεται η βάδιση μετά την χειρουργική αποκατάσταση του. Η ανάβαση κλίμακας απαιτεί μεγαλύτερο εύρος κίνησης από ότι η βάδιση σε επίπεδο έδαφος όπως έχει δειχθεί σε διάφορες κινηματικές μελέτες. Επιπλέον ασκούνται μεγαλύτερες δυνάμεις για την άρση του σώματος. ΥΠΟΘΕΣΗ. Εξετάσθηκε η υπόθεση ότι η κινηματική, κινητική και η ισορροπία του κάτω άκρου με ανεπάρκεια προσθίου μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής και ότι επανέρχεται στο φυσιολογικό μετά την αποκατάσταση του συνδέσμου. ΣΚΟΠΟΣ. Ο Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της επίδρασης της ανεπάρκειας και στη συνέχεια της αποκατάστασης του ΠΧΣ στην λειτουργικότητα του κάτω άκρου με τη βοήθεια ανάλυσης βάδισης. Παρότι η εφαρμογή διαφόρων τεχνικών αποκατάστασης του ΠΧΣ αυξάνουν τη σταθερότητα του γόνατος λίγες από αυτές έχουν εκτιμηθεί αντικειμενικά σχετικά με την επίδραση που έχουν στη δυναμική λειτουργικότητα του γόνατος και των άλλων αρθρώσεων των κάτω άκρων κατά τη διάρκεια βάδισης ή σε καταστάσεις της καθημερινής ζωής αυξημένου έργου όπως είναι η ανάβαση κλίμακας. ΑΣΘΕΝΕΙΣ-ΜΕΘΟΔΟΣ. Σε αυτή την προοπτική κλινική και εργαστηριακή μελέτη συμπεριελήφθησαν τριάντα άτομα. Δεκαπέντε άρρενες με ρήξη προσθίου χιαστού (8 δεξιά γόνατα και 7 αριστερά) όπως διαπιστώθηκε κλινικά και επιβεβαιώθηκε με μαγνητική τομογραφία, χωρίς άλλη συνδεσμική ή συνοδό μηνισκική ρήξη και χωρίς άλλη νευρολογική ή ορθοπαιδική πάθηση. Οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε αρθροσκοπική αποκατάσταση με τη χρήση τετραπλής δέσμης ισχνού προσαγωγού-ημιτενοντώδους, από την ίδια χειρουργική ομάδα και ακολούθησαν το ίδιο πρόγραμμα μετεγχειρητικής αποκατάστασης. Ανάλυση βάδισης έγινε προεγχειρητικά καθώς και 6 μήνες μετά την επέμβαση. Η ομάδα των ασθενών είχε μέση ηλικία 25±6.36 έτη, μέσο ύψος 177,27±9.43 cm και μέσο βάρος 77.5±.5 kgr. Ενώ η ομάδα των υγιών (ομάδα ελέγχου) είχε μέση ηλικία 28.53±5.07 έτη, μέσο ύψος 173,53±7.61cm και μέσο βάρος 71.4±15.98 kgr. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ. Στην ομάδα των ασθενών προεγχειρητικά, οι μετρήσεις που αφορούν το μήκος βηματισμού (step length), τη συχνότητα βηματισμού (cadence), την ταχύτητα (Velocity) και τη στήριξη (Stance) εμφανίζονται σαφώς επηρεασμένες συγκρινόμενες με τις αντίστοιχες της ομάδα ελέγχου. Μετά την επέμβαση αποκατάστασης με τετραπλή δέσμη ισχνού-ημιτενοντώδους καταγράφεται μία σαφής τάση επανόδου κοντά στις φυσιολογικές τιμές. Ανάλογα ευρήματα προκύπτουν και από τον έλεγχο της ισορροπίας και ιδιοδεκτικότητας. Η επιφάνεια που καλύπτει η κίνηση του COP (ellipse area) η μέση ταχύτητα του (average velocity) και τέλος το συνολικό μήκος της κίνησης του (length) με τα μάτια ανοικτά και κλειστά καθώς και η ποσοστιαία φόρτιση ανά σκέλος (% load of the limb) ανάμεσα στο αυτό που έχει υποστεί ρήξη ΠΧΣ και στο υγιές επανέρχονται αλλά όχι πλήρως μετεγχειρητικά και στο χρονικό διάστημα που διήρκησε η μελέτη. Τέλος από τη μελέτη των στοιχείων της κινηματικής και κινητικής ανάλυσης σε σημαντικές χρονικές στιγμές (key moments-χρονικές στιγμές «κλειδιά») του κύκλου βάδισης δεν προέκυψαν μεταβολές στο ισχίο, τη λεκάνη και τον κορμό παρά μόνο στο γόνατο και στη ποδοκνημική στο οβελιαίο επίπεδο και μάλιστα κατά τη διάρκεια ανάβασης κλίμακας που είναι μία πιο απαιτητική δραστηριότητα σε σχέση με τη βάδιση σε επίπεδο έδαφος. Ωστόσο μετά την αποκατάσταση του ΠΧΣ οι καμπύλες των αντίστοιχων τιμών ομαλοποιούνται και πλησιάζουν προς τα φυσιολογικά. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ. Παρά την σημαντική μετεγχειρητική επάνοδο των ασθενών με ρήξη ΠΧΣ, για να είναι αυτή πλήρης ίσως απαιτείται περισσότερη έμφαση στο πρόγραμμα αποκατάστασης και μάλιστα στις ασκήσεις ιδιοδεκτικότητας και ισορροπίας.