Search citation statements
Paper Sections
Citation Types
Year Published
Publication Types
Relationship
Authors
Journals
Η Ενδοσκοπική παλίνδρομος χολοαγγειοπαγκρεατογραφία (ERCP) είναι μια επεμβατική διαδικασία η οποία εφαρμόζεται για τη διάγνωση και θεραπεία παθήσεων στα χοληφόρα και τον παγκρεατικό πόρο. Οι παθήσεις αυτές αφορούν κυρίως καρκινικούς όγκους, καλοήθεις στενώσεις του χοληδόχου πόρου, κάκωση του χοληδόχου πόρου ή/και των χοληφόρων αγγείων, λιθίαση, αποφρακτικό ίκτερο και χρόνια παγκρεατίτιδα. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, και υπό ακτινοσκοπικό έλεγχο, γίνεται έγχυση σκιαγραφικού υλικού μέσω καθετήρα, με σκοπό την καλύτερη απεικόνιση του χοληφόρου δέντρου ή/και του παγκρεατικού πόρου, προκειμένου να διαπιστωθούν πιθανές μορφολογικές αλλοιώσεις. Η χρήση ακτινοσκόπησης είναι επίσης απαραίτητη κατά τη διάρκεια των θεραπευτικών επεμβάσεων, όπως είναι η σφικτηροτομή, η εξόρυξη πέτρας, η διάταση του χοληφόρου πόρου ή η τοποθέτηση stent.Παρά τα πλεονεκτήματα των ακτινοσκοπικά καθοδηγούμενων διαδικασιών, η έκθεση σε ακτινοβολία, που συνδέεται με την ακτινοσκόπηση, επιβαρύνει τόσο τον ασθενή όσο και το προσωπικό σε υψηλές δόσεις, έχοντας ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, δερματικές αλλοιώσεις. Οι μεγάλοι χρόνοι ακτινοσκόπησης συνδέονται κυρίως με την πολυπλοκότητα της διαδικασίας και την πραγματοποίηση των επεμβάσεων από γαστρεντερολόγους με ελλειπή γνώση και εκπαίδευση σε θέματα ακτινοπροστασίας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το μεγάλο εύρος τιμών δόσης ασθενούς σύμφωνα με προηγούμενες μελέτες, αναδεικνύουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα και βελτιστοποίηση των διαδικασιών αυτών.Σύμφωνα με την αρχή της βελτιστοποίησης, τόσον οι πηγές όσο και τα μηχανήματα παραγωγής ακτινοβολιών στα πλαίσια μιας πρακτικής, πρέπει να προσφέρουν, κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες λειτουργιάς τους, την καλύτερη δυνατή προστασία και ασφάλεια, έτσι ώστε το μέτρο της ενεχόμενης έκθεσης, η πιθανότητα μη αναμενόμενης έκθεσης και ο αριθμός των εκτιθέμενων ατόμων, να είναι τόσο μικρά όσον αυτό είναι λογικά εφικτό (γνωστή ως αρχή της ALARA – As Low As Reasonably Achievable), λαμβανομένων υπόψη οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων. Η βελτιστοποίηση στην ακτινοσκοπική απεικόνιση ερμηνεύεται ως η διατήρηση της δόσης στον ασθενή όσο το δυνατόν χαμηλότερα, διατηρώντας ταυτόχρονα την ακτινοσκοπική εικόνα σε κλινικά αποδεκτά επίπεδα. Ειδικότερα, η διαδικασία βελτιστοποίησης, σύμφωνα με τις συστάσεις Διεθνών Οργανισμών, πρέπει να περιλαμβάνει την επιλογή του κατάλληλου εξοπλισμού και τη διασφάλιση της ποιότητας των χρησιμοποιουμένων μεθόδων, συμπεριλαμβανομένου της χρήσης των Διαγνωστικών Επιπέδων Αναφοράς (∆ΕΑ), τα οποία καθορίζονται σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, οι μελέτες σχετικά με τα ΔΕΑ στην ERCP είναι περιορισμένες, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχουν καθοριστεί εθνικά ΔΕΑ στην Ελλάδα. Μια άλλη μέθοδος για να επιτευχθεί η βελτιστοποίηση των διαδικασιών απεικόνισης με ακτίνες - Χ είναι η χρήση κατάλληλων ομοιωμάτων (phantom), τα οποία επιτρέπουν αντικειμενική αξιολόγηση για την επίτευξη της βέλτιστης συσχέτισης μεταξύ δόσης ασθενούς και ποιότητας εικόνας. Τέτοιες μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί για διάφορες επεμβατικές διαδικασίες, κυρίως στην καρδιολογία, ενώ δεν έχουν πραγματοποιηθεί στην ERCP.Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η εκτίμηση της ακτινικής επιβάρυνσης ασθενούς κατά τη διαδικασία των θεραπευτικών ERCP που πραγματοποιήθηκαν στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών (Π.Γ.Ν.Π.), η διερεύνηση της επίδρασης της εμπειρίας του ιατρού στον χρόνο ακτινοσκόπησης και στη δόση ασθενούς, καθώς και η βελτιστοποίηση της ακτινοπροστασίας ασθενούς κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών. Για την επίτευξη των στόχων αυτών έγιναν δυο μελέτες, η πρώτη με ασθενείς και η δεύτερη με χρήση ομοιώματος. Συγκεκριμένα, στη μελέτη με ασθενείς πραγματοποιήθηκε καταγραφή και υπολογισμός της δόσης ασθενούς, προκειμένου να εκτιμηθεί ενεργός δόση (ΕΔ), η οποία χρησιμοποιείται ως δείκτης κινδύνου για τα στοχαστικά αποτελέσματα, μέσα από την καταγραφή του γινομένου δόση επί επιφάνεια (PKA). Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε σύγκριση των τιμών αυτών με τις αντίστοιχες τιμές που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, ώστε να διερευνηθεί και αξιολογηθεί η υπάρχουσα κατάσταση στο Π.Γ.Ν.Π. (Μέρος Α). Επιπρόσθετα, συλλέχθηκαν οι τιμές του χρόνου ακτινοσκόπησης (FT), της αθροιστικής δόσης (Ka,r) και της PKA για τον προσδιορισμό των νοσοκομειακών ΔΕΑ, οι οποίες μπορούν να συνεισφέρουν στον καθορισμό των τοπικών και εθνικών ΔΕΑ (Μέρος Β). Επίσης, διερευνήθηκε ο ιδιαίτερος ρόλος (key role) του γαστρεντερολόγου στην προσπάθεια μείωσης της δόσης στον ασθενή (Μέρος Γ). Στη μελέτη με χρήση ομοιώματος διερευνήθηκε η επίδραση του πάχους ασθενούς, η γεωμετρία απεικόνισης και οι παράμετροι λειτουργίας του ακτινοσκοπικού συστήματος, τόσο στη δόση ασθενούς όσο και στην ποιότητας εικόνας, με στόχο την επίτευξη της βελτιστοποίησης κατά τη θεραπευτική ERCP διαδικασία. Και στις δύο μελέτες χρησιμοποιήθηκε το ίδιο ακτινοσκοπικό σύστημα, το οποίο αποτελείται από επίπεδο ανιχνευτή σύγχρονης τεχνολογίας και τη λυχνία τοποθετημένη κάτω από την τράπεζα. Το σύστημα παρείχε τη δυνατότητα παλμικής ακτινοσκόπησης, χρήσης αυτομάτου έλεγχου φωτεινότητας και δυνατότητα διατήρησης της τελευταίας εικόνας. Για τη διερεύνηση της υπάρχουσας κατάστασης αναφορικά με τη δόση ασθενούς συμμετείχαν δεκαπέντε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε κάποιο είδος θεραπευτικής ERCP. Για κάθε ασθενή καταγράφηκαν οι δοσιμετρικές ποσότητες FT, Ka,r και PKA. Έγινε εκτίμηση της ενεργού δόσης, πολλαπλασιάζοντας κάθε τιμή PKA με τον κατάλληλο συντελεστή μετατροπής, ο οποίος επιλέχθηκε από τη βιβλιογραφία. Με βάση τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν πραγματοποιήθηκε στατιστική ανάλυση, χρησιμοποιώντας το Pearson test, ώστε να διερευνηθεί η συσχέτιση του FT και Ka,r καθώς και του FT και PKA. Για τον προσδιορισμό των νοσοκομειακών ΔΕΑ, συμμετείχαν ενενήντα-έξι ασθενείς. Έγινε καταγραφή των δοσιμετρικών ποσοτήτων FT, Ka,r και PKA και εφαρμόστηκε η μέθοδος του τρίτου τεταρτημόριου (third-quartile method). Στο συνολικό δείγμα ασθενών χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος εύρους βάρους (weight banding method), με σκοπό να μειωθεί το εύρος τιμών των δοσιμετρικών δεδομένων, που οφείλεται στη διακύμανση του βάρους των ασθενών. Το συνολικό δείγμα ασθενών, χωρίστηκε σε τρείς κατηγορίες, με βάση την εμπειρία του ιατρού που πραγματοποίησε τη διαδικασία, για τη διερεύνηση της επίδρασης της εμπειρίας του ιατρού στο χρόνο ακτινοσκόπησης και στη δόση ασθενούς, μέσω των τιμών FT, Ka,r και PKA.Στη μελέτη με χρήση ομοιώματος, το πάχος ασθενούς προσομοιώθηκε με διάφορες πλάκες PMMA, ενώ η ποιότητα εικόνας αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας κατάλληλο εξάρτημα ελέγχου (Test Object - TO). Οι παράγοντες που διερευνήθηκαν ήταν το πάχος ομοιώματος, η απόσταση μεταξύ ομοιώματος και ανιχνευτή, το μέγεθος πεδίου (FOV) και ο ρυθμός παλμών (pps). Για τους διάφορους συνδυασμούς των παραγόντων αυτών μετρήθηκαν οι δοσιμετρικοί δείκτες, ρυθμός δόσης εισόδου (χωρίς οπισθοσκέδαση) (K ̇_(a,i)) στο ομοίωμα και η δόση εισόδου (χωρίς οπισθοσκέδαση) στο ομοίωμα ανά παλμό. Παράλληλα έγινε ποσοτική εκτίμηση της ποιότητας εικόνας με χρήση των παραμέτρων σήμα προς θόρυβο (SNR) και υψηλή αντίθεση χωρικής ανάλυσης (HCSR). Με βάση τις μετρήσεις αυτές, εκτιμήθηκε ο δείκτης οφέλους - κόστους (Figure Of Merit - FOM). Οι τιμές των FOM και K ̇_(a,i) υπέδειξαν το βέλτιστο συνδυασμό των παραγόντων που αξιολογήθηκαν, οι οποίοι μπορούν να παρέχουν επαρκείς κλινικές πληροφορίες, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα μειωμένη δόση στον ασθενή.Όσον αφορά τα αποτελέσματα του μέρους (Α), το FT κυμάνθηκε από 0.68 έως 5.57 min, με μέση τιμή 2.50 min, το Ka,r κυμάνθηκε από 2.22 έως 19.10 mGy, με μέση τιμή 7.71 mGy και το ΡΚΑ κυμάνθηκε μεταξύ 0.59 και 5.10 Gycm2, με μέση τιμή 2.03 Gycm2. Η ΕΔ κυμάνθηκε από 0.11 έως 0.97 mSv, ενώ οι μέσες και οι διάμεσες τιμές της ήταν 0.39 και 0.32 mSv, αντίστοιχα. Οι τιμές αυτές είναι είτε συγκρίσιμες ή σημαντικά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές που αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία. Στο δεύτερο μέρος της μελέτης με ασθενείς, η μέση τιμή του FT ήταν 2.18 min και κυμάνθηκε μεταξύ 0.58 και 5.72 min, η μέση τιμή της Ka,r ήταν 4.94 mGy και κυμάνθηκε μεταξύ 1.34 και 12.60 mGy και η μέση τιμή του ΡΚΑ ήταν 1.31 Gycm2 και κυμάνθηκε μεταξύ 0.36 και 3.38 Gycm2. Για το σύνολο των ασθενών και της ομάδας weight banding, οι τιμές του τρίτου τεταρτημόριου της κατανομής των FT, Ka,r και PKA ήταν 2.90 και 2.92 min, 6.89 και 6.93 mGy και 1.84 και 1.85 Gycm2, αντίστοιχα. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε σύγκριση των τιμών αυτών. Οι τιμές αυτές βρέθηκαν είτε συγκρίσιμες ή σημαντικά χαμηλότερες με τις αντίστοιχες τιμές της διεθνούς βιβλιογραφίας. Στο τρίτο μέρος, η μελέτη των τριών ομάδων, με βάση την εμπειρία του γαστρεντερολόγου (Μέρος Γ), έδειξε ότι οι διαφορές στη μέση τιμή των δόσεων ακτινοβολίας στους ασθενείς ήταν στατιστικά σημαντικές. Η υψηλότερη μέση και διάμεση δόση ασθενούς καταγράφηκε για το γαστρεντερολόγο με τον χαμηλότερο βαθμό εργασιακής εμπειρίας. Αντίστοιχα, η μικρότερη μέση τιμή δόσης ασθενούς καταγράφηκε στην ομάδα του γαστρεντερολόγου με την μεγαλύτερη εργασιακή εμπειρία. Η μελέτη των τιμών FOM και K ̇_(a,i) με χρήση ομοιώματος, ανέδειξε τις βέλτιστες τιμές της απόστασης μεταξύ ασθενούς και ανιχνευτή, της FOV και του ρυθμού παλμών, που διασφαλίζουν την μειωμένη ασθενούς με την ταυτόχρονη απόκτηση επαρκούς κλινικής πληροφορίας. Συγκεκριμένα, οι τιμές αυτές είναι η ελάχιστη απόσταση μεταξύ ασθενούς και ανιχνευτή, η μέγιστη τιμή FOV και ο χαμηλότερος ρυθμός παλμών. Συμπερασματικά, όσον αφορά τις τιμές της δόσης ασθενούς και τα νοσοκομειακά ΔΕΑ, οι τιμές αυτές είναι είτε συγκρίσιμες ή σημαντικά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές που αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία και μπορούν να συνεισφέρουν στον καθορισμό τοπικών και εθνικών ΔΕΑ. Επίσης διαπιστώθηκε ότι ο γαστρεντερολόγος έχει ένα ιδιαίτερο ρόλο στη μείωση δόσης του ασθενούς και για το λόγο αυτό είναι σημαντική η εμπειρία του και η ευαισθητοποίηση του σε θέματα ακτινοπροστασίας. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα η οποία θα περιλαμβάνει τη περιπλοκότητα της διαδικασίας, μεγαλύτερο αριθμό ασθενών και γαστρεντερολόγων με διαφορετικό βαθμό εμπειρίας καθώς και ακτινοσκοπικών συστημάτων, η οποία θα οδηγήσει σε πιο ασφαλή συμπεράσματα για τη βελτιστοποίηση της ERCP και της ακτινοπροστασίας του ασθενούς.Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα της μελέτης με χρήση ομοιωμάτων, ανέδειξαν τις βέλτιστες τιμές μεταξύ απόστασης ανιχνευτή – ασθενή, FOV και ρυθμού παλμών, οι οποίες μπορούν να παρέχουν επαρκή κλινικές πληροφορίες, διασφαλίζοντας την ελάχιστη δόση ασθενούς. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να αξιολογηθούν περαιτέρω στην κλινική πράξη από τους γαστρεντερολόγους σε συνεργασία με τους φυσικούς ιατρικής. Γενικά, οι μελέτες με ομοιώματα μπορούν να συμβάλουν στην παροχή κρίσιμων πληροφοριών για τη διαχείριση της βελτιστοποίηση της ακτινοπροστασίας του ασθενούς και της ποιότητας εικόνας στις επεμβατικές διαδικασίες.
Η Ενδοσκοπική παλίνδρομος χολοαγγειοπαγκρεατογραφία (ERCP) είναι μια επεμβατική διαδικασία η οποία εφαρμόζεται για τη διάγνωση και θεραπεία παθήσεων στα χοληφόρα και τον παγκρεατικό πόρο. Οι παθήσεις αυτές αφορούν κυρίως καρκινικούς όγκους, καλοήθεις στενώσεις του χοληδόχου πόρου, κάκωση του χοληδόχου πόρου ή/και των χοληφόρων αγγείων, λιθίαση, αποφρακτικό ίκτερο και χρόνια παγκρεατίτιδα. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, και υπό ακτινοσκοπικό έλεγχο, γίνεται έγχυση σκιαγραφικού υλικού μέσω καθετήρα, με σκοπό την καλύτερη απεικόνιση του χοληφόρου δέντρου ή/και του παγκρεατικού πόρου, προκειμένου να διαπιστωθούν πιθανές μορφολογικές αλλοιώσεις. Η χρήση ακτινοσκόπησης είναι επίσης απαραίτητη κατά τη διάρκεια των θεραπευτικών επεμβάσεων, όπως είναι η σφικτηροτομή, η εξόρυξη πέτρας, η διάταση του χοληφόρου πόρου ή η τοποθέτηση stent.Παρά τα πλεονεκτήματα των ακτινοσκοπικά καθοδηγούμενων διαδικασιών, η έκθεση σε ακτινοβολία, που συνδέεται με την ακτινοσκόπηση, επιβαρύνει τόσο τον ασθενή όσο και το προσωπικό σε υψηλές δόσεις, έχοντας ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, δερματικές αλλοιώσεις. Οι μεγάλοι χρόνοι ακτινοσκόπησης συνδέονται κυρίως με την πολυπλοκότητα της διαδικασίας και την πραγματοποίηση των επεμβάσεων από γαστρεντερολόγους με ελλειπή γνώση και εκπαίδευση σε θέματα ακτινοπροστασίας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το μεγάλο εύρος τιμών δόσης ασθενούς σύμφωνα με προηγούμενες μελέτες, αναδεικνύουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα και βελτιστοποίηση των διαδικασιών αυτών.Σύμφωνα με την αρχή της βελτιστοποίησης, τόσον οι πηγές όσο και τα μηχανήματα παραγωγής ακτινοβολιών στα πλαίσια μιας πρακτικής, πρέπει να προσφέρουν, κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες λειτουργιάς τους, την καλύτερη δυνατή προστασία και ασφάλεια, έτσι ώστε το μέτρο της ενεχόμενης έκθεσης, η πιθανότητα μη αναμενόμενης έκθεσης και ο αριθμός των εκτιθέμενων ατόμων, να είναι τόσο μικρά όσον αυτό είναι λογικά εφικτό (γνωστή ως αρχή της ALARA – As Low As Reasonably Achievable), λαμβανομένων υπόψη οικονομικών και κοινωνικών παραγόντων. Η βελτιστοποίηση στην ακτινοσκοπική απεικόνιση ερμηνεύεται ως η διατήρηση της δόσης στον ασθενή όσο το δυνατόν χαμηλότερα, διατηρώντας ταυτόχρονα την ακτινοσκοπική εικόνα σε κλινικά αποδεκτά επίπεδα. Ειδικότερα, η διαδικασία βελτιστοποίησης, σύμφωνα με τις συστάσεις Διεθνών Οργανισμών, πρέπει να περιλαμβάνει την επιλογή του κατάλληλου εξοπλισμού και τη διασφάλιση της ποιότητας των χρησιμοποιουμένων μεθόδων, συμπεριλαμβανομένου της χρήσης των Διαγνωστικών Επιπέδων Αναφοράς (∆ΕΑ), τα οποία καθορίζονται σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο. Ωστόσο, οι μελέτες σχετικά με τα ΔΕΑ στην ERCP είναι περιορισμένες, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχουν καθοριστεί εθνικά ΔΕΑ στην Ελλάδα. Μια άλλη μέθοδος για να επιτευχθεί η βελτιστοποίηση των διαδικασιών απεικόνισης με ακτίνες - Χ είναι η χρήση κατάλληλων ομοιωμάτων (phantom), τα οποία επιτρέπουν αντικειμενική αξιολόγηση για την επίτευξη της βέλτιστης συσχέτισης μεταξύ δόσης ασθενούς και ποιότητας εικόνας. Τέτοιες μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί για διάφορες επεμβατικές διαδικασίες, κυρίως στην καρδιολογία, ενώ δεν έχουν πραγματοποιηθεί στην ERCP.Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η εκτίμηση της ακτινικής επιβάρυνσης ασθενούς κατά τη διαδικασία των θεραπευτικών ERCP που πραγματοποιήθηκαν στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών (Π.Γ.Ν.Π.), η διερεύνηση της επίδρασης της εμπειρίας του ιατρού στον χρόνο ακτινοσκόπησης και στη δόση ασθενούς, καθώς και η βελτιστοποίηση της ακτινοπροστασίας ασθενούς κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών. Για την επίτευξη των στόχων αυτών έγιναν δυο μελέτες, η πρώτη με ασθενείς και η δεύτερη με χρήση ομοιώματος. Συγκεκριμένα, στη μελέτη με ασθενείς πραγματοποιήθηκε καταγραφή και υπολογισμός της δόσης ασθενούς, προκειμένου να εκτιμηθεί ενεργός δόση (ΕΔ), η οποία χρησιμοποιείται ως δείκτης κινδύνου για τα στοχαστικά αποτελέσματα, μέσα από την καταγραφή του γινομένου δόση επί επιφάνεια (PKA). Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε σύγκριση των τιμών αυτών με τις αντίστοιχες τιμές που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, ώστε να διερευνηθεί και αξιολογηθεί η υπάρχουσα κατάσταση στο Π.Γ.Ν.Π. (Μέρος Α). Επιπρόσθετα, συλλέχθηκαν οι τιμές του χρόνου ακτινοσκόπησης (FT), της αθροιστικής δόσης (Ka,r) και της PKA για τον προσδιορισμό των νοσοκομειακών ΔΕΑ, οι οποίες μπορούν να συνεισφέρουν στον καθορισμό των τοπικών και εθνικών ΔΕΑ (Μέρος Β). Επίσης, διερευνήθηκε ο ιδιαίτερος ρόλος (key role) του γαστρεντερολόγου στην προσπάθεια μείωσης της δόσης στον ασθενή (Μέρος Γ). Στη μελέτη με χρήση ομοιώματος διερευνήθηκε η επίδραση του πάχους ασθενούς, η γεωμετρία απεικόνισης και οι παράμετροι λειτουργίας του ακτινοσκοπικού συστήματος, τόσο στη δόση ασθενούς όσο και στην ποιότητας εικόνας, με στόχο την επίτευξη της βελτιστοποίησης κατά τη θεραπευτική ERCP διαδικασία. Και στις δύο μελέτες χρησιμοποιήθηκε το ίδιο ακτινοσκοπικό σύστημα, το οποίο αποτελείται από επίπεδο ανιχνευτή σύγχρονης τεχνολογίας και τη λυχνία τοποθετημένη κάτω από την τράπεζα. Το σύστημα παρείχε τη δυνατότητα παλμικής ακτινοσκόπησης, χρήσης αυτομάτου έλεγχου φωτεινότητας και δυνατότητα διατήρησης της τελευταίας εικόνας. Για τη διερεύνηση της υπάρχουσας κατάστασης αναφορικά με τη δόση ασθενούς συμμετείχαν δεκαπέντε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε κάποιο είδος θεραπευτικής ERCP. Για κάθε ασθενή καταγράφηκαν οι δοσιμετρικές ποσότητες FT, Ka,r και PKA. Έγινε εκτίμηση της ενεργού δόσης, πολλαπλασιάζοντας κάθε τιμή PKA με τον κατάλληλο συντελεστή μετατροπής, ο οποίος επιλέχθηκε από τη βιβλιογραφία. Με βάση τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν πραγματοποιήθηκε στατιστική ανάλυση, χρησιμοποιώντας το Pearson test, ώστε να διερευνηθεί η συσχέτιση του FT και Ka,r καθώς και του FT και PKA. Για τον προσδιορισμό των νοσοκομειακών ΔΕΑ, συμμετείχαν ενενήντα-έξι ασθενείς. Έγινε καταγραφή των δοσιμετρικών ποσοτήτων FT, Ka,r και PKA και εφαρμόστηκε η μέθοδος του τρίτου τεταρτημόριου (third-quartile method). Στο συνολικό δείγμα ασθενών χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος εύρους βάρους (weight banding method), με σκοπό να μειωθεί το εύρος τιμών των δοσιμετρικών δεδομένων, που οφείλεται στη διακύμανση του βάρους των ασθενών. Το συνολικό δείγμα ασθενών, χωρίστηκε σε τρείς κατηγορίες, με βάση την εμπειρία του ιατρού που πραγματοποίησε τη διαδικασία, για τη διερεύνηση της επίδρασης της εμπειρίας του ιατρού στο χρόνο ακτινοσκόπησης και στη δόση ασθενούς, μέσω των τιμών FT, Ka,r και PKA.Στη μελέτη με χρήση ομοιώματος, το πάχος ασθενούς προσομοιώθηκε με διάφορες πλάκες PMMA, ενώ η ποιότητα εικόνας αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας κατάλληλο εξάρτημα ελέγχου (Test Object - TO). Οι παράγοντες που διερευνήθηκαν ήταν το πάχος ομοιώματος, η απόσταση μεταξύ ομοιώματος και ανιχνευτή, το μέγεθος πεδίου (FOV) και ο ρυθμός παλμών (pps). Για τους διάφορους συνδυασμούς των παραγόντων αυτών μετρήθηκαν οι δοσιμετρικοί δείκτες, ρυθμός δόσης εισόδου (χωρίς οπισθοσκέδαση) (K ̇_(a,i)) στο ομοίωμα και η δόση εισόδου (χωρίς οπισθοσκέδαση) στο ομοίωμα ανά παλμό. Παράλληλα έγινε ποσοτική εκτίμηση της ποιότητας εικόνας με χρήση των παραμέτρων σήμα προς θόρυβο (SNR) και υψηλή αντίθεση χωρικής ανάλυσης (HCSR). Με βάση τις μετρήσεις αυτές, εκτιμήθηκε ο δείκτης οφέλους - κόστους (Figure Of Merit - FOM). Οι τιμές των FOM και K ̇_(a,i) υπέδειξαν το βέλτιστο συνδυασμό των παραγόντων που αξιολογήθηκαν, οι οποίοι μπορούν να παρέχουν επαρκείς κλινικές πληροφορίες, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα μειωμένη δόση στον ασθενή.Όσον αφορά τα αποτελέσματα του μέρους (Α), το FT κυμάνθηκε από 0.68 έως 5.57 min, με μέση τιμή 2.50 min, το Ka,r κυμάνθηκε από 2.22 έως 19.10 mGy, με μέση τιμή 7.71 mGy και το ΡΚΑ κυμάνθηκε μεταξύ 0.59 και 5.10 Gycm2, με μέση τιμή 2.03 Gycm2. Η ΕΔ κυμάνθηκε από 0.11 έως 0.97 mSv, ενώ οι μέσες και οι διάμεσες τιμές της ήταν 0.39 και 0.32 mSv, αντίστοιχα. Οι τιμές αυτές είναι είτε συγκρίσιμες ή σημαντικά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές που αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία. Στο δεύτερο μέρος της μελέτης με ασθενείς, η μέση τιμή του FT ήταν 2.18 min και κυμάνθηκε μεταξύ 0.58 και 5.72 min, η μέση τιμή της Ka,r ήταν 4.94 mGy και κυμάνθηκε μεταξύ 1.34 και 12.60 mGy και η μέση τιμή του ΡΚΑ ήταν 1.31 Gycm2 και κυμάνθηκε μεταξύ 0.36 και 3.38 Gycm2. Για το σύνολο των ασθενών και της ομάδας weight banding, οι τιμές του τρίτου τεταρτημόριου της κατανομής των FT, Ka,r και PKA ήταν 2.90 και 2.92 min, 6.89 και 6.93 mGy και 1.84 και 1.85 Gycm2, αντίστοιχα. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε σύγκριση των τιμών αυτών. Οι τιμές αυτές βρέθηκαν είτε συγκρίσιμες ή σημαντικά χαμηλότερες με τις αντίστοιχες τιμές της διεθνούς βιβλιογραφίας. Στο τρίτο μέρος, η μελέτη των τριών ομάδων, με βάση την εμπειρία του γαστρεντερολόγου (Μέρος Γ), έδειξε ότι οι διαφορές στη μέση τιμή των δόσεων ακτινοβολίας στους ασθενείς ήταν στατιστικά σημαντικές. Η υψηλότερη μέση και διάμεση δόση ασθενούς καταγράφηκε για το γαστρεντερολόγο με τον χαμηλότερο βαθμό εργασιακής εμπειρίας. Αντίστοιχα, η μικρότερη μέση τιμή δόσης ασθενούς καταγράφηκε στην ομάδα του γαστρεντερολόγου με την μεγαλύτερη εργασιακή εμπειρία. Η μελέτη των τιμών FOM και K ̇_(a,i) με χρήση ομοιώματος, ανέδειξε τις βέλτιστες τιμές της απόστασης μεταξύ ασθενούς και ανιχνευτή, της FOV και του ρυθμού παλμών, που διασφαλίζουν την μειωμένη ασθενούς με την ταυτόχρονη απόκτηση επαρκούς κλινικής πληροφορίας. Συγκεκριμένα, οι τιμές αυτές είναι η ελάχιστη απόσταση μεταξύ ασθενούς και ανιχνευτή, η μέγιστη τιμή FOV και ο χαμηλότερος ρυθμός παλμών. Συμπερασματικά, όσον αφορά τις τιμές της δόσης ασθενούς και τα νοσοκομειακά ΔΕΑ, οι τιμές αυτές είναι είτε συγκρίσιμες ή σημαντικά χαμηλότερες από τις αντίστοιχες τιμές που αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία και μπορούν να συνεισφέρουν στον καθορισμό τοπικών και εθνικών ΔΕΑ. Επίσης διαπιστώθηκε ότι ο γαστρεντερολόγος έχει ένα ιδιαίτερο ρόλο στη μείωση δόσης του ασθενούς και για το λόγο αυτό είναι σημαντική η εμπειρία του και η ευαισθητοποίηση του σε θέματα ακτινοπροστασίας. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω έρευνα η οποία θα περιλαμβάνει τη περιπλοκότητα της διαδικασίας, μεγαλύτερο αριθμό ασθενών και γαστρεντερολόγων με διαφορετικό βαθμό εμπειρίας καθώς και ακτινοσκοπικών συστημάτων, η οποία θα οδηγήσει σε πιο ασφαλή συμπεράσματα για τη βελτιστοποίηση της ERCP και της ακτινοπροστασίας του ασθενούς.Ταυτόχρονα, τα αποτελέσματα της μελέτης με χρήση ομοιωμάτων, ανέδειξαν τις βέλτιστες τιμές μεταξύ απόστασης ανιχνευτή – ασθενή, FOV και ρυθμού παλμών, οι οποίες μπορούν να παρέχουν επαρκή κλινικές πληροφορίες, διασφαλίζοντας την ελάχιστη δόση ασθενούς. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να αξιολογηθούν περαιτέρω στην κλινική πράξη από τους γαστρεντερολόγους σε συνεργασία με τους φυσικούς ιατρικής. Γενικά, οι μελέτες με ομοιώματα μπορούν να συμβάλουν στην παροχή κρίσιμων πληροφοριών για τη διαχείριση της βελτιστοποίηση της ακτινοπροστασίας του ασθενούς και της ποιότητας εικόνας στις επεμβατικές διαδικασίες.
Τα τελευταία χρόνια, ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός ακτινοσκοπικά καθοδηγούμενων επεμβάσεων έχει εισαχθεί στον τομέα της χειρουργικής της σπονδυλικής στήλης. Ωστόσο, η χρήση ακτινοσκόπησης από νευροχειρουργούς, όπου στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν ελλιπή εκπαίδευση και ενημέρωση σε θέματα ακτινοπροστασίας, έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των κινδύνων από την ακτινοβολία τόσο για τους ασθενείς όσο και για το προσωπικό. Έτσι, η παρακολούθηση της δόσης του ασθενούς και του προσωπικού, η βελτιστοποίηση της καθώς και η εφαρμογή ενός προγράμματος διασφάλισης ποιότητας γίνεται απαραίτητη σε όλες τις επεμβατικές διαδικασίες της σπονδυλικής στήλης.Στα πλαίσια της διατριβής, πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση και βελτιστοποίηση της δόσης ασθενούς και της ποιότητας εικόνας στην ακτινοσκοπικά καθοδηγούμενη αυχενική δισκεκτομή και σπονδυλοδεσία. Η δόση του ασθενούς αξιολογήθηκε χρησιμοποιώντας τις παραμέτρους δόσης που καταγράφηκαν από τη δοσιμετρική αναφορά του ακτινοσκοπικού συστήματος (χρόνος ακτινοσκόπησης, γινόμενο kerma-επιφάνειας (KAP), συσσωρευτική δόση (CD)), ενώ μελετήθηκε και η συσχέτιση των τιμών του KAP και της CD με τον χρόνο ακτινοσκόπησης. Οι τιμές του KAP, οι παράμετροι έκθεσης (υψηλή τάση, ρεύμα λυχνίας, παροχή λυχνίας) καθώς και η γεωμετρία ακτινοβόλησης (προβολή, μέγεθος πεδίου ακτινοβόλησης, απόσταση εστίας-ανιχνευτή και εστίας-δέρματος) χρησιμοποιήθηκαν ως ‘‘είσοδος’’ στο λογισμικό CALDoseX 5.0 που βασίζεται σε προσομοίωση Monte Carlo, για τον υπολογισμό της δόσης εισόδου (ESD) και της ενεργού δόσης (ED) στον ασθενή, καθώς και της δόσης που λαμβάνει ο θυρεοειδής αδένας. Ως μέρος της διατριβής, υπολογίστηκαν επίσης και συντελεστές μετατροπής που βασίζονται στην τιμή του KAP, για τον υπολογισμό της μέσης δόσης του συνόλου των οργάνων κατά τις επεμβάσεις αυτές. Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη είναι το φύλο του ασθενούς, ο σωματότυπός του, ο τύπος της σπονδυλοδεσίας (ενός ή πολλαπλών επιπέδων), η προσπέλαση καθώς και η εμπειρία του νευροχειρουργού. Επίσης, πραγματοποιήθηκε σύγκριση των αποτελεσμάτων με αντίστοιχες δοσιμετρικές μελέτες από τη διεθνή βιβλιογραφία.Προκειμένου να βελτιστοποιηθεί η διαδικασία της επέμβασης, τόσο ως προς τη δόση που λαμβάνει ο ασθενής όσο και ως προς την ποιότητα εικόνας πραγματοποιήθηκε πειραματική μελέτη με τη χρήση ομοιώματος από PMMA και του ‘‘εργαλείου ελέγχου’’ TOR 18FG για την προσομοίωση του ασθενούς, υπό τις κλινικές συνθήκες ακτινοβόλησης. Μελετήθηκε η επίδραση όλων των παραμέτρων που επιλέγονται από τον χειριστή του ακτινοσκοπικού συστήματος (είδος ακτινοσκόπησης: συνεχής ή παλμική, χαμηλής ή υψηλής δόσης, ηλεκτρονική ή γεωμετρική μεγέθυνση) καθώς και του μεγέθους του ασθενούς, ως προς τη δόση εισόδου στον ασθενή και στον ανιχνευτή εικόνας. Οι εικόνες που προέκυψαν από όλους τους συνδυασμούς ακτινοβόλησης αξιολογήθηκαν τόσο από παρατηρητές ως προς την ανιχνευσιμότητα και διακρισιμότητα αντικειμένων χαμηλής και υψηλής αντίθεσης αντιστοίχως, όσο και με φυσικούς δείκτες ποιότητας εικόνας (λόγος σήματος προς θόρυβο (SNR), λόγος αντίθεσης προς θόρυβο (CNR), διακριτική ικανότητα υψηλής αντίθεσης (HCSR)). Επίσης, ορίστηκε και ένα συνολικός δείκτης ποιότητας (FOM), ως συνδυασμός της δοσιμετρικής και απεικονιστικής απόδοσης του ακτινοσκοπικού συστήματος, ώστε να επιλέγεται ο βέλτιστος τρόπος λειτουργίας του σε συνάρτηση με το μέγεθος του ασθενούς. Επιπρόσθετα, δίνονται και πρακτικές οδηγίες για την περαιτέρω βελτιστοποίηση της ακτινοπροστασίας κατά τις επεμβάσεις αυτές.Επιπλέον, στα πλαίσια της διαδικασίας ανάπτυξης και εφαρμογής προγράμματος διασφάλισης ποιότητας και ακτινοπροστασίας για τις νευροχειρουργικές επεμβάσεις στη σπονδυλική στήλη, υπολογίστηκαν τοπικά διαγνωστικά επίπεδα αναφοράς (LDRLs) και επίπεδα δράσης (ALs) τόσο για τις επεμβάσεις αυχενικής δισκεκτομής και σπονδυλοδεσίας όσο και θωρακικής-οσφυϊκής δισκεκτομής και σπονδυλοδεσίας. Πραγματοποιήθηκε επίσης, προκαταρκτικός υπολογισμός της ESD, ED και της δόσης στους γονάδες των ασθενών που συμμετείχαν σε επεμβάσεις θωρακικής και οσφυϊκής μοίρας, χρησιμοποιώντας κατάλληλους συντελεστές μετατροπής των τιμών του KAP. Τα επίπεδα αναφοράς υπολογίστηκαν ως το 75% και 10% αντιστοίχως, για τις τιμές του χρόνου ακτινοσκόπησης, του KAP και της CD, με τρεις μεθόδους (για τον συνολικό αριθμό ασθενών, με τη μέθοδο της διόρθωσης μεγέθους και τη μέθοδο ζώνης βάρους) και συγκρίθηκαν μεταξύ τους και με αντίστοιχες τιμές από τη διεθνή βιβλιογραφία. Μελετήθηκαν τα ιστογράμματα της κατανομής των τιμών του KAP και της CD και συσχετίσθηκαν οι τιμές δόσης με τον χρόνο ακτινοσκόπησης. Επίσης, αξιολογήθηκε η επίδραση στα επίπεδα αναφοράς διάφορων ανατομικών, κλινικών και τεχνικών παραμέτρων που επηρεάζουν την πολυπλοκότητα της κάθε επέμβασης. Οι παράμετροι που μελετήθηκαν είναι η ηλικία και το φύλο του ασθενούς, ο σωματότυπός του, ο τύπος της σπονδυλοδεσίας (ενός ή πολλαπλών επιπέδων), η προσπέλαση και τα επίπεδα της επέμβασης, το είδος των εμφυτευμάτων (κλωβός ή/και πλάκες, ράβδοι, βίδες), καθώς και η εμπειρία του νευροχειρουργού.Τέλος, αναλύονται οι περιορισμοί της διατριβής και προτείνονται θέματα μελλοντικής μελέτης που θα συμβάλλουν στην προσπάθεια ενημέρωσης, εκπαίδευσης και απόκτησης κουλτούρας ακτινοπροστασίας από τους νευροχειρουργούς και όλους τους εμπλεκόμενους στις ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές της σπονδυλικής στήλης.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
customersupport@researchsolutions.com
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.
Copyright © 2025 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.