Ο στόχος της διατριβής είναι η ένταξη του ελληνικού παραδείγματος στην ιστοριογραφία της ευρωπαϊκής ιδέας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κατά τον άμεσο απόηχό του. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο του σύγχρονου προβληματισμού και λόγω του κενού που υπήρχε στη σχετική ιστοριογραφία, έχει τεθεί η παρούσα ιστορική μελέτη, με τίτλο «Απεικονίσεις της Γηραιάς Ηπείρου: Ο “διάλογος” για την Ευρώπη στην Ελλάδα, 1941-46». Επαναλαμβάνω τον τίτλο, ώστε να δοθεί η αφορμή για ορισμένες διευκρινίσεις, οι οποίες θα βοηθήσουν στην ανάλυση της υπόθεσης εργασίας. Χρησιμοποιώντας τον όρο «απεικονίσεις», θέλω να υπονοήσω τις χρήσεις και τις εννοιολογήσεις της Γηραιάς Ηπείρου, όταν προτείνεται η ενοποίησή της. Όσο για τον όρο «διάλογο», ενδεχομένως να φαντάζει ιδιότυπος, κυρίως όταν αναφερόμαστε στα χρόνια ενός ολοκληρωτικού πολέμου, όπως ήταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ωστόσο, εκτός του ότι κάθε πόλεμος και όχι μόνο ο Β’ Παγκόσμιος αποτελεί –μεταξύ όλων των άλλων– η αντιπαράθεση και η σύγκρουση ιδεολογικών διακυβευμάτων, στην παρούσα μελέτη θέλω να υπογραμμιστεί ο χαρακτήρας της ταυτόχρονης χρήσης του ενδεχομένου να ενοποιηθεί, με κάποιον τρόπο, η Ευρώπη τόσο από τους Συμμάχους όσο και από τις Δυνάμεις του Άξονα και τους αντίστοιχους έλληνες συνεργάτες τους· κάθε πλευρά είχε μια ιδιαίτερη οπτική και ένα δικό της σχέδιο για την επόμενη μέρα, και πιο συγκεκριμένα για τη μεταπολεμική αναδιαμόρφωση της Γηραιάς Ηπείρου. Παρά τη βίαιη και άγρια πραγματικότητα των σχέσεων των δύο πλευρών, κάθε πλευρά, με τον δικό της τρόπο, ισχυρίστηκε ότι υπάρχει, ή ενδεχομένως ότι θα έπρεπε να υπάρξει η ενότητα της Ευρώπης. Βασικό νήμα που διατρέχει ολόκληρη τη μελέτη αποτελεί η πολιτική εργαλειοποίηση των σχημάτων που προτάθηκαν για τη συγκρότηση μίας ενωμένης Ευρώπης ή μέρους της. Σημείο αφετηρίας είναι οποιαδήποτε σκέψη για κάποιου τύπου ενοποίηση, και από εκεί προκύπτει η ενασχόληση της κάθε πλευράς με το τι σημαίνει η Ευρώπη και με τι αυτή αντιδιαστέλλεται. Εφόσον επιλέχθηκε ένα περιφερειακό κράτος για μελέτη, τα ενδεχόμενα ενοποίησης δεν αφορούσαν απαραίτητα το σύνολο της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά μια ευρύτερη περιοχή στην οποία ανήκει το κράτος αυτό, τα Βαλκάνια. Οι σκέψεις και προτάσεις ενοποίησης εντάσσονται στη συγκυρία τους και ερμηνεύονται βάσει αυτής. Η μελέτη, λοιπόν, εντάσσεται στην πολιτική ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Γι’ αυτό η επισκόπηση της βιβλιογραφίας δεν θα επικεντρωθεί στην πλούσια βιβλιογραφία για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ή για την ελληνική δεκαετία του 1940, μολονότι αξιοποιήθηκε κατάλληλα. Μια τέτοια απόπειρα θα έδινε ένα παραπλανητικό στίγμα για το είδος της συγκεκριμένης μελέτης, εφόσον η συμβολή της αφορά ακριβώς την ιστοριογραφία της ευρωπαϊκής ιδέας και ενοποίησης, χωρίς βέβαια να αγνοούνται τα ευρήματα που αφορούν την ελληνική ιστορική πραγματικότητα των ετών 1941-46.