Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι ο λεπτομερής χαρακτηρισμός των αργιλούχων πρώτων υλών από την βόρεια Πελοπόννησο, ως προς την καταλληλότητα τους για την παραγωγή κεραμικής κατά την αρχαιότητα. Ο χαρακτηρισμός των πρώτων υλών αφορούσε κυρίως στον προσδιορισμό της σύστασης και των τεχνολογικών τους ιδιοτήτων. Πραγματοποιήθηκε συστηματική δειγματοληψία των αργιλούχων πρώτων υλών από Ολοκαινικές, Πλιο-Πλειστοκαινικές και Πλειστοκαινές αποθέσεις (59 δείγματα) από μια ευρεία περιοχή (31 θέσεις) που εκτείνεται σε όλη τη βόρεια Πελοπόννησο, από την περιοχή της Αιγιαλείας (βορειοδυτικά) έως την Κόρινθο (βορειοανατολικά).Στην περίπτωση του αρχαίων κεραμικών, η δειγματοληψία περιορίστηκε στις αρχαιολογικές ανασκαφές της αρχαίας Ελίκης. Η ανακάλυψη ενός πρωτο-αστικού ΠΕ οικισμού της ΙΙ-ΙΙΙ περιόδου στην ίδια ευρύτερη περιοχή, όπου μια χιλιετία αργότερα ιδρύθηκε η Μυκηναϊκή Ελίκη, καταδεικνύει την σπουδαιότητα της περιοχής ήδη από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Άλλοι Αρχαιολογικοί χώροι που γειτνιάζουν με την Αρχαία Ελίκη, είναι το Αίγιο προς τα δυτικά, ενώ ανατολικά η Αρχαία Αιγείρα και ο Πρωτοελλαδικός οικισμός στο Δερβένι Κορινθίας. Η κεραμική ανάλυση στοχεύει στην παροχή ενός μέσου χαρακτηρισμού για τη σύγκρισή τους με τις αργιλώδεις πρώτες ύλες που συλλέχτηκαν από όλη την περιοχή και θα μας βοηθήσει να «ξεδιπλώσουμε» την κεραμική τεχνολογία στην περιοχή και να εξαγάγουμε συμπεράσματα σχετικά με την προέλευσης της.Προκειμένου να προσδιοριστεί η συμπεριφορά των υλικών αργίλου κατά τη διάρκεια των συνθηκών όπτησης, να εξεταστούν οι ενδεχόμενοι μετασχηματισμοί των φάσεων και να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια ως μέσο σύγκρισης με την αρχαιολογική κεραμική, κατασκευάστηκαν πειραματικά δοκίμια από την εξεταζόμενη πρώτη ύλη. Τα πειραματικά δοκίμια πυρώθηκαν στις θερμοκρασίες των 700, 900 και 1050°C, υπό οξειδωτικές συνθήκες.Σε μια προσπάθεια πλήρους χαρακτηρισμού των πρώτων υλών, των πειραματικών δοκιμίων και των αρχαίων κεραμικών, ήταν απαραίτητη μια πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση με τη χρήση μιας σειράς αναλυτικών τεχνικών, όπως η οπτική μικροσκοπία, η ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης, η καθοδοφωταύγεια, η θερμική ανάλυση και οι γεωχημικές αναλύσεις. Οι αργιλούχες πρώτες ύλες εξετάστηκαν περαιτέρω όσον αφορά τις τεχνολογικές και φυσικές ιδιότητες, όπως η πλαστικότητα, η κατανομή μεγέθους κόκκων και η ενεργότητα.Η ερμηνεία και επεξεργασία όλων των στοιχείων μας οδήγησε στον χαρακτηρισμό των πρώτων υλών ως ασβεστούχας, ασβεστούχας-δολομιτικής και πυριτικής σύστασης (μόνο 2 δείγματα). Σύμφωνα με το περιεχόμενου τους ως προς τα αργιλικά ορυκτά και με βάση τη θέση δειγματοληψίας τους, χαρακτηρίστηκαν ως: (i) Δείγματα από την Αχαΐα: Ιλλιτικές-χλωριτικές πρώτες ύλες και ιλλιτικές-χλωριτικές πρώτες ύλες με την συμμετοχή μεικτών φάσεων, (ii) δείγματα από την Κόρινθο: ιλλιτικές και λιγότερο χλωριτικές με την συμμετοχή μεικτών φάσεων και (iii) δείγματα από το Ξυλόκαστρο: ιλλιτικές και λιγότερο χλωριτικές και με την παρουσία σμεκτίτη και μεικτών φάσεων. Οι γεωχημικές αναλύσεις δεν διαφοροποίησαν συστασιακά τα υπό μελέτη δείγματα και βάσει των περιοχών δειγματοληψίας, ενώ η μελέτη των σπάνιων γαιών υποδήλωσαν την ίδια πηγή προέλευσης των ιζημάτων. Τα αποτελέσματα της πλαστικότητας μας επέτρεψαν να χαρακτηρίσουμε τα υλικά που μελετήθηκαν ως χαμηλής ή /και μέτριας πλαστικότητας υλικά ή ως ιλύς χαμηλής πλαστικότητας, γεγονός που συσχετίζεται με τη χαμηλή περιεκτικότητα σε στο αργιλικό κλάσμα και την άφθονη παρουσία του ιλλίτη. Βάσει αυτών των δεδομένων καταλήξαμε ότι οι υπό μελέτη αργιλούχες πρώτες ύλες δεν θα ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν άμεσα για την κατασκευή κεραμικών υλικών, αλλά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή μεγάλων αποθηκευτικών αγγείων ή κεραμίδων. Η μελέτη των πειραματικών δοκιμίων μας έδειξε ότι τα δείγματα που είχαν ταξινομηθεί στην ασβεστούχα σύστασης λεπτόκοκκη ομάδα και στην πυριτικής σύστασης ομάδα, παρέμειναν συνεκτικά με την πάροδο του χρόνου, ενώ τα πειραματικά δοκίμια της ασβεστούχας σύστασης και πιο αδρόκοκκης ομάδας, κατέρρευσαν.Η αρχαιομετρική προσέγγιση μας οδήγησε να προσδιορίσουμε 5 κύριες πετρογραφικές ομάδες και διάφορες μικρές ομάδες και τελικά να συμπεράνουμε την τοπική προέλευσή τους. Επιπλέον, τα δεδομένα μας βοήθησαν να «ξεδιπλώσουμε» την τεχνολογία παραγωγής των αρχαιολογικών κεραμικών της Ελίκης, όπως τον διαχωρισμό του λεπτόκοκου κλάσματος από το αδρόκοκκο (levigation or sieving), ή την τεχνική “tempering” (πρόσθεση θραυσμάτων πετρωμάτων ή/και θρυμματισμένης κεραμικής και ανάμιξη τους με τον πηλό). Η σύσταση των μη-πλαστικών εγκλεισμάτων καθώς και η σύσταση (σε περιεκτικότητα σε ασβέστιο) του πηλού συνάδουν με την λιθολογία της υπό μελέτη περιοχής, εκτός από ένα σημαντικό αριθμό δειγμάτων, τα οποία παρόλο που περιείχαν τα ίδια εγκλείσματα που αναγνωρίστηκαν στα υπόλοιπα δείγματα, ήταν διαφορετικής σύστασης (μη-ασβεστούχα). Όσον αφορά την θερμοκρασία όπτησης, παρητηρήθηκε ότι για τα μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία εφάρμοζαν χαμηλή θερμοκρασία, επιλέγοντας «ανοιχτές» εστίες, , ενώ στην περίπτωση της επιτραπέζια κεραμικής παρατηρήθηκε ένα μεγαλύτερο θερμοκρασιακό εύρος όπτησης. Ο μεγάλος αριθμός των μικρών πετρογραφικών ομάδων υποδηλώνει πιθανά την οικιακή παραγωγή. Τα αποτελέσματα ως προς την σύσταση των αρχαιολογικών κεραμικών μας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι το ήμισυ περίπου των δειγμάτων ήταν τοπικής προέλευσης, αλλά το ερώτημα που τέθηκε ήταν για την πηγή απόληψης πρώτης ύλης που κατασκευάστηκαν τα μη- ασβεστούχα κεραμικών. Ο χαρακτηρισμός των πρώτων υλών έδειξε μόνο μία θέση δειγματοληψίας ως δυνητική πηγή απόληψης, πλησίον της Αρχαίας Ελίκης. Μια άλλη υπόθεση είναι ότι η μη ασβεστούχος πηγή απόληψης πιθανόν εξαντλήθηκα στο χρόνο (είτε λόγω φυσικών διεργασιών ή λόγω της ανθρώπινης δραστηριότητας). Συνοψίζοντας, τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά της κεραμικής από την Ελίκη, αναδεικνύουν την δεξιοτεχνία των κεραμέων στον οικισμό της Ελίκης, την ύπαρξη διαφορετικών εργαστηρίων όπου χρησιμοποιούσαν διαφορετική τεχνολογία και διαφορετικές συνταγές.