“…Ή δευτερογενής υπότονη διούρηση αυξάνεται αυξανομένου τοϋ όγ κου της χορηγούμενης ώσμωτικης ουσίας καί τοϋ μοριακοϋ βάρους αυτής (π.χ. μαννιτόλης), λόγω της δυσκολίας εξόδου της ουσίας άπό τά άγγεϊα και της κινήσεως ύγροϋ άπό τόν έξωαγγειακό προς τόν ένδοαγγειακό χώρο (Richardson 1972, Becker και συν.1968). Ή αποτελεσματικότητα, τών ώσμωτικών παραγόντων στον οφθαλμό οφείλεται, στό ότι αυτοί δέν διέρχονται επαρκώς τους φραγμούς αϊματος-ύδατοειδοΰς (blood-aqueous barrier) και αϊματος-ύαλοειδοΰς (blood-vitreous barrier) καί έτσι, λόγω ώσμωτικής δια φοράς, επέρχεται έξοδος ϋδατος άπό τό υαλοειδές καί δευτερευόν τως άπό τό ύδατοειδές υγρό, τά οποία δρουν σάν αποθήκες ύδατος (water reservoirs), προς τόν ένδοαγγειακό χώρο, μέ αποτέλεσμα την πτώση της ένοοφθαλμίου πιέσεως (Dikstein 1977).…”