Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν: α) η επιδημιολογική καταγραφή των παραγόντων που επηρεάζουν την καρδιαγγειακή λειτουργία υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών ηλικίας 9-14 ετών (1η Μελέτη) και β) η μελέτη των φυσιολογικών προσαρμογών της άσκησης και της ισόχρονης διακοπής της στους δείκτες παχυσαρκίας, στο μεταβολισμό και στην καρδιαγγειακή λειτουργία υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών προεφηβικής ηλικίας (2η Μελέτη). Στην 1η Μελέτη το δείγμα αποτέλεσαν 1.397 παιδιά, ηλικίας 9 έως 14 ετών, κλινικά υγιή, που ταξινομήθηκαν σε υποομάδες ανάλογα με το φύλο (αγόρια, κορίτσια), την ηλικία (9-10, 11-12, 13-14 ετών), την κατηγορία υπέρτασης (νορμοτασικά, υπερτασικά) και το βαθμό παχυσαρκίας (νορμοβαρή, υπέρβαρα, παχύσαρκα). Μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν στα ανθρωπομετρικά χαρακτηριστικά (σωματική μάζα, ύψος από όρθια θέση), στην αρτηριακή πίεση (συστολική, διαστολική) και στην καρδιακή συχνότητα σε συνθήκη ηρεμίας και προσδιορίστηκαν μέσω ειδικών εξισώσεων η πίεση σφυγμού ηρεμίας, η μέση αρτηριακή πίεση, το διπλό γινόμενο, ο όγκος παλμού, ο κνημοβραχιόνιος δείκτης και ο δείκτης καρδιακής λειτουργίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 70,4% των παιδιών του συνολικού δείγματος ήταν νορμοβαρή, το 20,1% υπέρβαρα και το 9,5% παχύσαρκα. Τα υπέρβαρα/παχύσαρκα αγόρια (11,5%) και κορίτσια (9,1%) εμφάνισαν αυξημένες τιμές αρτηριακής πίεσης. Ο σχετικός κίνδυνος (RR) και ο λόγος πιθανοτήτων (ORs) των δύο παραγόντων (παχυσαρκία-υπέρταση) για τα αγόρια ήταν RR=4,91 (95% CI:3,49-6,91) και ORs=7,36 (95% CI:4,82-11,24) ενώ αντίστοιχα για τα κορίτσια ήταν RR=3,27 (95% CI:2,31-4,63) και ORs=4,29 (95% CI:2,79-6,61). Τα νορμοτασικά νορμοβαρή παιδιά, ανεξάρτητα από το φύλο, εμφάνισαν καλύτερες τιμές συγκριτικά με τα υπερτασικά υπέρβαρα και παχύσαρκα στο δείκτη καρδιακής λειτουργίας (p<0,001). Η βηματική πολλαπλή ανάλυση παλινδρόμησης, για το σύνολο του δείγματος (y=5,312-0,049*W+0,053*Hr-0,076*DP+0,036*SP-0,175*Age), έδειξε ότι η σωματική μάζα (W:53%), η καρδιακή συχνότητα (HR:14,3%), η διαστολική (DP:14,1%) και συστολική αρτηριακή πίεση (SP:8,5%) καθώς και η ηλικία (Age:2,6%) ερμήνευσαν το 92,5% της συνολικής διακύμανσης του δείκτη καρδιακής λειτουργίας (SEE=0,335) χωρίς να παρατηρηθούν στατιστικά σημαντικές διαφοροποιήσεις των προβλεπόμενων τιμών από τις παρατηρούμενες τιμές (t=1,57, df=1.396, p=0,117). Επιπλέον, παρουσιάστηκε αρνητική συσχέτιση του δείκτη ΒΜΙ με το δείκτη καρδιακής λειτουργίας (r=-0,646, p<0,001) ενώ παρατηρήθηκαν θετικές συσχετίσεις με τις υπόλοιπες αιμοδυναμικές παραμέτρους (r=0,211-0,517, p<0,01). Στη 2η Μελέτη συμμετείχαν 54 αγόρια και κορίτσια ελληνοκυπριακής καταγωγής ηλικίας 11,20±0,56 ετών, κλινικά υγιή, τα οποία ταξινομήθηκαν σε τέσσερις ομάδες: i) Ομάδα Άσκησης νορμοβαρών (n=12) ii) Ομάδα Ελέγχου νορμοβαρών (n=10) iii) Ομάδα Άσκησης υπέρβαρων/παχύσαρκων (n=17) iv) Ομάδα Ελέγχου υπέρβαρων/παχύσαρκων (n=15). Μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν σε δείκτες παχυσαρκίας (σωματική μάζα, ΒΜΙ, περιφέρειες μέσης, κοιλιάς ισχίου, ποσοστό λίπους, σπλαχνικό λίπος, άλιπη μάζα, μάζα λίπους), σε βιοχημικούς δείκτες (γλυκόζη νηστείας, TG, HDL-C), στην καρδιακή συχνότητα και στην αρτηριακή πίεση (συστολική, διαστολική). Δημιουργήθηκε ένα ποσοτικό σκορ ΜετΣ (z-score), με βάση τις τιμές της περιφέρειας μέσης, της γλυκόζης νηστείας, των τριγλυκεριδίων, της HDL-C και της μέσης αρτηριακής πίεσης. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν στην έναρξη και στη λήξη ενός παρεμβατικού συνδυαστικού προγράμματος αερόβιας άσκησης και μυϊκής ενδυνάμωσης διάρκειας 16 εβδομάδων (training) καθώς και μετά την ισόχρονη διακοπή του (detraining). Για την αξιολόγηση της καρδιαγγειακής τους λειτουργίας οι δοκιμαζόμενοι εκτέλεσαν ένα πρωτόκολλο αερόβιας άσκησης στον εργοδιάδρομο με ταχύτητες στα 4 km/h, στα 5,6 km/h και στα 8 km/h αντίστοιχα καθώς και στο 3ο min αποκατάστασης, διάρκειας 10 min σε κάθε στάδιο. Μετά τις 16 εβδομάδες παρέμβασης, παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές βελτιώσεις στην περίμετρο μέσης (p<0,001), στη γλυκόζη νηστείας (p<0,05), στην HDL-χοληστερόλη (p<0,01), στα τριγλυκερίδια (p<0,001) και στη συστολική αρτηριακή πίεση (p<0,001) στην ομάδα άσκησης των υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών με εξαίρεση τη διαστολική πίεση όπου οι μεταβολές που καταγράφηκαν δεν ήταν στατιστικά σημαντικές (p>0,05). Μετά την ισόχρονη διακοπή της άσκησης παρατηρήθηκε μια αυξητική τάση και οι τιμές που καταγράφηκαν ξεπέρασαν τις αρχικές τιμές μέτρησης και στις δύο ομάδες άσκησης στο σύνολο των μεταβλητών με εξαίρεση την HDL-χοληστερόλη που εμφάνισε παρόμοιες τιμές στην ομάδα άσκησης των νορμοβαρών παιδιών ενώ μειώθηκε σημαντικά στην ομάδα άσκησης των υπέρβαρων/παχύσαρκων παιδιών (p<0,01). Τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής υποδηλώνουν ότι, ανεξάρτητα από τον παράγοντα φύλο, η αυξημένη σωματική μάζα επηρεάζει την καρδιακή λειτουργία και σχετίζεται με την εμφάνιση υψηλής αρτηριακής πίεσης σε υπέρβαρα/παχύσαρκα παιδιά προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας. Στην κλινική πράξη κρίνεται αναγκαία η εύρεση εύχρηστων δεικτών αξιολόγησης για παιδιά και εφήβους με στόχο την άμεση διάγνωση προδιαθεσικών παραγόντων εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων στην ενήλικη ζωή. Επιπρόσθετα, η εφαρμογή του συνδυαστικού προγράμματος αερόβιας άσκησης και μυϊκής ενδυνάμωσης, διάρκειας 16 εβδομάδων με συχνότητα 3 φορές/εβδομάδα για 60 min, είχε σημαντική επίδραση στη μείωση των παραγόντων εμφάνισης του ΜετΣ στα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά προεφηβικής ηλικίας υποστηρίζοντας το θεραπευτικό ρόλο της άσκησης στη βελτίωση των παραγόντων ΜετΣ σε πρωτογενές στάδιο. Ωστόσο, η διακοπή της άσκησης ανέστρεψε σημαντικό μέρος των ευνοϊκών για την υγεία προσαρμογών ενισχύοντας το ρόλο της δια βίου άσκησης από την παιδική ακόμη ηλικία.